Ιούλιο και Αύγουστο η ταλαιπωρία στα λιμάνια είναι όπως η φέτα στη χωριάτικη. Το «ντούκου-ντούκου δεν μπορώ» καθυστερεί συνήθως μία με δύο ώρες από την προγραμματισμένη αναχώρησή του και πολύ περισσότερες μέχρι να φθάσω στον προορισμό μου. Λατρεύοντας τα δύσκολα επέμεινα και φέτος στις Κυκλάδες και υπέμεινα τα δέοντα. Αλαλούμ στις σκάλες με τα εισιτήρια. Το σακ-βουαγιάζ πήγαινε και ερχόταν χωρίς τη σεζλόνγκ και το δροσερό πλονζόν της τηλεοπτικής διαφήμισης με τις α λα πισίν Γαλλίδες. Στο κατάστρωμα οι περισσότεροι θεριακλήδες όρθιοι, αφού δεν έφθαναν οι καρέκλες, ενώ στα σαλόνια η μυρωδιά του καφέ πάσχιζε να καλύψει αυτήν που κέρναγαν απλόχερα οι ιδρωμένες πατούσες που δέσποζαν σε καναπέδες και τραπέζια. Εκανα έξι ώρες να φθάσω από τον Πειραιά στη Σέριφο και πλήρωσα τριπλό το εισιτήριο σε νερά, φραπέδες και σάντουιτς. Κατευθύνθηκα πεζή και φορτωμένη στο Λιβάδι, αφού υπάρχουν μόλις τέσσερα ταξί στο νησί και ένα λεωφορείο που πηγαίνει μόνο στη Χώρα και πουθενά αλλού για να μην κακομαθαίνουν οι επισκέπτες και μείνουν χωρίς δουλειά τα γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων. Εκανα τρεις στάσεις μέχρι να φτάσω στο δωμάτιο που είχα νοικιάσει. Μία για καφέ, τη δεύτερη για γλυκό και την τρίτη για μια βουτιά στη θάλασσα, χωρίς να λογαριάσω τσάντες, βαλίτσες και τα άλλα τιμαλφή. Αν δεν φοβόμουν τα σκυλόψαρα στον γυρισμό θα πήγαινα σίγουρα κολυμπώντας, αφού τελικά μία εβδομάδα μετά, χρειάστηκαν οκτώ ώρες για να φθάσω πίσω στον Πειραιά.