Πολυµουσικός (έπαιζε κλαρίνο, µπαγλαµά, κιθάρα). ∆ιασκεδαστής και ατζέντης πολύ πριν καθιερωθεί το επάγγελµα.

Με 60 χρόνια θητεία σε λαϊκά κέντρα και πανηγύρια. Και µε ζωή που µοιράστηκε στα τερέν Αµερικής και Ελλάδας.

Ο κλαριντζής Τάκης Τζάρας µιλάει για πρώτη φορά και αποκαλύπτει άγνωστες λεπτοµέρειες για τον κόσµο του τραγουδιού των δεκαετιών ’50 και ’60.


Πύργος Ηλείας, 1963. Το συγκρότηµα του Γιάννη Κατσιµίχα– τραγουδιστή και ανθρώπου των κέντρων και της βαθιάς νύχτας – παίζει σε κέντρο. Στο πάλκο είναι ο κλαριντζής∆ηµήτρης (ή Τάκης) Τζάρας. Και περιµένει πίσωτουο σολίστας τουµπουζουκιού Θανάσης Πολυκανδριώτης – παιδίτότε – και οιυπόλοιποι για να παίξουν. Ενας γέροντας χορεύει µε την παρέα του και φωνάζει: «Γεια σου, Τζάρα µε το κλαρίνο σου!» και πέφτει κάτω… ξερός. «Με τον Τζάρα είχαµε να συναντηθούµε από τότε. Και σήµερα που τον αντάµωσα µου είπε πως ο γέρος εκείνος που λιποθύµησε είχε έλθει απ’ το εξωτερικό για να παντρέψει την κόρη του. Και πέθανε λίγο µετά το γλέντι», αφηγείται στα «ΝΕΑ» ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Και η παραπάνω ιστορία απ’ τα µακρινά 60s έχει τη σηµασία της. Πρώτον, γιατί αποτυπώνει το κλίµα, την ατµόσφαιρα, τον µικρόκοσµο των µουσικών εκείνης της εποχής. ∆εύτερον, γιατί στο κέντρο της αφήγησης µπαίνει ένας µεγάλος µουσικός. Μια προσωπικότηταπου δεν έχειµιλήσει ποτέ ώς τώρα – εκτός από µία φορά στον ΣΚΑΪ στα 90s. Και που άνοιξε την καρδιά της για τα «ΝΕΑ» και το «Νσυν». Οκλαριντζής ΤάκηςΤζάρας, ετών83 και κάτοικος ΗΠΑ. «Ενας γνήσιος διασκεδαστήςκαι πολυµουσικός», όπως µου είπε εύστοχα ο Πολυκανδριώτης, υπεύθυνος για τις πολλές συναντήσεις µου µε τον µπαρµπα-Τάκη. Και για τις πολλές ώρες µπροστάστο κασετόφωνο.

Ο Τάκης Τζάρας υπήρξε ένας δραστήριος λαϊκός µουσικός. Ενας «συγκροτηµατάρχης». Ενας άνθρωπος του µεροκάµατου (δούλεψε µέχρι και… πειρατής ταξιτζής στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας). Αλλά κι ένας ατζέντης πριναπό τους ατζέντηδες. Χωρίς ατζέντα. Αλλά µε deals που έσπαγαν κόκαλα αφού πολλές ορχήστρες της Αµερικής και τηςΑθήνας ήταν δικής του έµπνευσης – µε το αζηµίωτοφυσικά. Μάλιστα συνδέθηκε στενά και όσο λίγοι µε τον Στέλιο Καζαντζίδη – µας αποκαλύπτει και ντοκουµέντα απ’ τον κρυφό γάµο του µεγάλου τραγουδιστή στην Αµερική –, γνώρισεκαι συνεργάστηκε σχεδόν µε όλους τους µουσικούς του ρεµπέτικου, του λαϊκού, τουδηµοτικού,έγραψε τραγούδιακαι έµεινε περί τα 50 χρόνιαστην Αµερική. Στο σύντοµο διάστηµα που έµεινε στην Ελλάδα αυτές τις ηµέρες – σε Αθήνακαι στη γενέτειρά του Πρέβεζα – µας άνοιξε την καρδιά του, άπλωσε τις φωτογραφίες, έκλαψε – και γέλασε – αρκετές φορές. Και αποκάλυψε λεπτοµέρειες ενός σκληρού κόσµου που έφυγε ανεπιστρεπτί γιανα αντικατασταθεί από έναν επίσης σκληρό.

«Γεννήθηκατο1928 στην Πρέβεζα. Τον πατέρα µου τον µνηµονεύει η µουσική λαογραφία της Ελλάδας, εκλεκτός κλαρινοπαίκτης και σαντουριέρης. Ηταν ο Νίκος Τζάρας µε την κοµπανία του. Και µε πολλά δικά του τραγούδια, περιοδείες και πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα», θυµάται ο Τάκης Τζάρας, αν και τα πρώτα χρόνια ο πατέρας του δεν τον αφήνει να γίνει κι εκείνος µουσικός. «“Κλαρίνο δεν θα µάθεις. Θα εξαρτάσαι από την κοµπανία. ∆ουλειά που δεν θα κάνεις µοναχός σου άσ’ την καλύτερα”, µου είχε πει. Κάθε µέρα παρελαύνουν µαθητές απ’ το σπίτι. Πιάνω το κλαρίνο11-12 ετών. Εµαθα µοναχός µου και πήγα στον Τουρκοβασίλη – µαθητή του πατέρα µου παλιότερα – να µουδείξει τα κοµµάτια που παίζονταν τότε. Τα είκοσι τσάµικα. Το 1942 ο πατέρας µου πέθανε», αφηγείται ο Τάκης Τζάρας.

Κατοχή – Εµφύλιος

Ζει απόµέσα τηνιταλική και γερµανική κατοχή. «Ζητιάνευα απ’ τους Ιταλούς φαγητό, αληταρία ήµουν κι έφτασα να γίνω ο σφραγιστής των γραµµάτων των ιταλών φαντάρων». Η διαιρετική τοµή της εποχής – αριστεροί, δεξιοί – δεν αφήνει απέξω την περίπτωσή του, αν και όχι µε καθαρά ιδεολογικούς όρους. «Φεύγει πρώταο Τάσος, οαδελφός µου, και στρατολογείται στου Ζέρβα στη Λάκκα, στο Σούλι. Πάω κι εγώ. Ξέραµεποιος είναι ποιος. ∆εν είχαµε ιδεολογίες. Περπατάµε 10 ώρες,φτάνουµε στα Ντερβίζαινα, βρίσκω εκεί τον αδελφό µου, πήγαµε να γραφτούµε για να έχουµε συσσίτιο. Ολη η οµάδα ήµασταν καµιά 500ριά άτοµα και ο Ζέρβας. Ακολουθεί η Απελευθέρωση και µετά η Συµφωνία της Βάρκιζας. Οι αριστεροί επέµειναν παρά τη Βάρκιζα ναµείνουνστην πόλη. Ξεκίνησανοιµάχες. Φεύγουµεαπό Πρέβεζα και πάµε Γιάννινα300 άνθρωποι και αναλαµβάνουµε το φρουραρχείο. Επικρατεί ο Ε∆ΕΣ εκεί. Πάµε για έφοδο στοΚάστρο. ∆εν προλάβαµε να µιλήσουµε µε τον φρουρό όµως και βλέπουµε µια φωτοβολίδα ξαφνικά απ’ τη µεριά του χωριού Πέραµα. Κατέβηκεµια διµοιρία απ’ τον ΕΛΑΣ και συνέλαβε τον δικό µας µε το παρασύνθηµα. Μπαίνουν στοΠέραµα οι αριστεροί. Βάζουµε κάτω πολυβόλα και κανόνιακαι όπως έφευγαν αυτοί τους έχουµε γαζώσει και δεν έµεινε ούτε ένας. Στη Φιλιππιάδα καιάλλες µάχες µε κανόνια. Παίρνουν την Αρτα οι αριστεροί και πάµε εµείς να πάρουµε τη Νικόπολη για να έχουµε πέρασµα για τα δικά µας στρατεύµατα.Πήραν καιτον Λούρο, οι δικοί µας πρόλαβαν και πέρασαν από τη Φιλιππιάδα. Φτάνουµεστην Κέρκυρα τα Χριστούγεννα του 1946. Ο λόχος µας κοιµήθηκε σ’ έναν κινηµατογράφο. Ηµουν γεµάτος ψείρες. Οχι µόνο εγώ. Ολοι. Εκεί βρήκα τον αδελφό µου και τη µάνα µου. Και όλα πήγαν καλά. Μετά τηνΚέρκυρα πιάνω το κλαρίνο στην Πρέβεζα και δεν ξανασχολήθηκα µε τα πολιτικά. Πήγα στην Πάτρα, εκεί ήταν ο Απόστολος Τζάρας, τραγουδιστής και θείος µου, εγώ ήµουν περιπλανώµενος µουσικός σε πανηγύρια! Χωρίς µόνιµη κοµπανία. Τα έξοδα του συγκροτήµατος ήταν 200 φράγκα. Τα βγάζαµε µε το παραπάνω», θυµάται ο κ. Τζάρας.

Πανηγύρια

«Από το 1946 έως το 1949 έτρεχα σε πανηγύρια σε Κάτω Αχαΐα, Πύργο, Μεσολόγγι, Πεντάλοφο Μεσολογγίου. Εχω δουλειές αβέρτα λόγω του ονόµατος του πατέρα µου. Μια φορά παίζουν οι Χαλκιάδες σε πανηγύρι του Αγίου Βασιλείου…».

Φανταστείτεεικόνα: στοένα καφενείο ο Τζάραςκαιο Αριστείδης Μόσχος και στο άλλο οι Χαλκιάδες σεένα τριήµερο πανηγύρι για γερά νεύρα και στοµάχια. «Παίζαµε µέχρι τελικής πτώσης!∆εν είχαµε προγράµµατα, µόνο παραγγελίες, χαρτούρα. Τα αντάρτικα συνεχίζονταν – φοβόµουν λοιπόν και πάντα στην τσάντα είχα τοπιστόλι µου. Είχαπει στην κούρσα (ταξί) να έλθει να µας πάρει συγκεκριµένη ώρα!

Αφού τελείωσε και αυτή ηπαρέα, λέω “τελειώσαµε, επιτέλους!”. Ηθελαν κι άλλο! Βλέπω µια παρέα, ερχόταν απ’ το άλλο µαγαζί µε όπλακαι τέτοια. Βαρούσαν. Αµα έλθουν εδώ δεν θα ξεµπερδέψουµε, σκέφτηκα. Βγάζω χειροβοµβίδα, την ρίχνω σε βράχο. Ο εκεί ενωµοτάρχης της Χωροφυλακής ήλθε και µας συνόδεψε να φύγουµε».

Γράµµα απ’ την Αµερική

«Γνωρίζω τον Καζαντζίδη στου Ξυπολητάκου στο Νέο Ηράκλειο. Tραγουδάει µε Γκρέυ (και Γιώργο Λαύκα) και φίρµα είναιεκείνη. Ηταν φαντάρος τότε στον ∆ιόνυσο. Πήγαινα σπίτι κάθε µέρα. Πηγαίναµε µε τη µοτοσυκλέτα βόλτες, ήταν να τον στεφανώσω. 1952-53. Πέρασαν κάνα δύο χρόνια µε τον Καζαντζίδη.

Απότο1950παίζω σε κέντρα στην Αθήνα λοιπόν. Τζίµη Χοντρού, Χαβάη στη γωνία Νέου και Παλαιού Ηρακλείου, στου Θείου στις Κουκουβάουνες µε Καλδάρα, Τσαουσάκη (εδώ ο Κατελάνος σκότωσε τον Γκίκα), Ροσινιόλ µε Καζαντζίδη, Γκρέυ, Λαύκα, Τσιµπίδη, Μέρτικα κ.ά.

Το 1957 δουλεύω στο Ροσινιόλ στα Σεπόλια και είναι να παντρέψω την Γκρέυ µε τον Καζαντζίδη, αλλά εκείνος το µετανιώνει τελευταία στιγµή και φεύγει για Θεσσαλονίκη. Κατεβαίνει µε την Κίτσα Παπαδοπούλου. Ερχεται, µου την παραδίδει. “Τι τραγουδάς, παιδί µου;”, την ρωτάω στο σπίτι του στη Νέα Ιωνία. “Να πάµε κάτω στου Βασίλη Βασιλειάδη να παίξουµε στο Αιγάλεω, να προβάρεις”. Μας είπε τρία-τέσσερα του Χιώτη και περάσαµε και µερικά πιο λαϊκά. Φωνάρα ήταν», θυµάται ο Τζάρας και για την Ιστορία η «φωνάρα» είναι η Μαρινέλλα.

«Κάπου τότε λαβαίνω ένα γράµµα από τη Nina Record Company από την Αµερική, όπου διευθυντής ήταν ο Βαλαβάνης. Εγώ δούλευα στουΤζαφέρη µε Γκρέυ. “Κατόπινσυστάσεως Πόλυς Πάνου και Τατασόπουλου, σας καλούµεστην Αµερική”, έγραφε. To 1958-59 έγινε αυτό. Πήρα το κλαρίνο µέσα στο αεροπλάνο και έπαιξα µήπως τσιµπήσει κάνας Ελληνας. “Πού είσαι, πατρίδα;”, µου φωνάζει ένας. ∆εν είχα µε ποιον να µιλήσω µέσα εκεί! Πήρα µια χαρά!

ΟτανέφτασαΑµερική(Νέα Υόρκη),βρίσκω Γιάννη Τατασόπουλο και Πόλυ Πάνου που µε πάνε σε ένα κέντρο. Ο Παπαϊωάννου εν τω µεταξύ ήταν στο Χόλιγουντ. Πήγα εκεί, στο Greek Villageστο Hollywood Boulevard. Μαθαίνω ταυτόχρονα για την πολλή χαρτούρα στο Σικάγο. Εµείς τίποτε. Κάθοµαι τρεις µήνες στο Χόλιγουντ και έξι µήνες στο Σαν Φρανσίσκο.

Με παίρνει η Χατζοπούλου να πάµε Νέα Υόρκη. Πριν πάω µαζί της, πήγα στο Σικάγο και βρήκα Τατασόπουλο, Σπόρο και Κοζαδίνο», αφηγείται ο Τζάρας και τα κέντρα, η ατµόσφαιρα, οι ορχήστρες, οι ίντριγκες ξεδιπλώνονται µε παραστατικό τρόπο και µε λεπτοµέρειες που αιφνιδιάζουν από ένα πηγαινέλα που συνήθιζαν οι µουσικοί της εποχής. Η όµορφη σερβιτόρα

Τα ειδύλλια του Καζαντζίδη είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η Σεβάς Χανούµ,ηΚαίτηΓκρέυ,η Μαρινέλλα, η Κορίνα, η Βάσω Καζαντζίδη. Οι γάµοι του δύο – µε ΜαρινέλλακαιΒάσω Καζαντζίδη. Ή µάλλον… τρεις, αφού, όπως ήταν γνωστό – αλλά επιβεβαιώνει καιµε φωτογραφικά ντοκουµέντα το δηµοσίευµα –, ο Στέλιος παντρεύτηκε στην Αµερική την Αντωνία Κωνσταντουλάκη, µια πανέµορφη οµογενή από την Κάλυµνο που εντυπωσίασε τον µεγάλο τραγουδιστή και του άλλαξε τη ζωή. «Είµαι στηΦλόριντα και δέχοµαι ένα τηλεφώνηµα το 1976. Είναιο Στελάρας.“Να έλθω για το σπίτι;”, µερωτάει. “Μέσα στην ψυχή µου αν ψάξεις θα βρεις τον Καζαντζίδη”, του λέω». Νωρίτερα είχαν έλθει σε ρήξη οι δυο τους αφού, όταν ο Καζαντζίδης είχε φτιάξει τη δισκογραφική εταιρεία Standard, το 1966, δεν έκανε διευθυντή τον Τζάρα. «Ερχεται µε τη φίλη του την Κορίνα. Ταξίδεψε από τη Νέα Υόρκη στη Φλόριντα µε το αυτοκίνητό του, ένα Toyota, τρεις ολόκληρες ηµέρες για να µε βρει. ΗΚορίνα ότανήλθε ήταν τραγουδίστρια, έκατσε λίγο και έφυγε. Μένει µόνος του µαζί µου και δίπλα από το µαγαζί Ολίµπικ, όπου ήταν σερβιτόρα η Αντωνία Κωνσταντουλάκη. Την ερωτεύτηκε. ∆εν την παντρεύτηκε για να πάρει πράσινη κάρτα, όπως έγραψαν λαθεµένα! “Να την φωνάξουµε να παίξουµε καµιά πόκα”, µου είπε. Επαιζαν στο σπίτι µου, ταφτιάχνουνε και αφού οι γονείς της ήταν εκεί λέµε να πάµε στο δικαστήριο να παντρευτούν. Ο Καζαντζίδης φοράει το πουκάµισόµου και η Τόνια το φόρεµατης γυναίκας µου στο Clearwarter της Φλόριντας, στο ∆ηµαρχείο. Παρόντες ήταντα αφεντικά µου, οι γονείς τηςΑντωνίας – καµιά 10ριά πρόσωπα. Μετά έγινε γλέντι µε αρνιά. Αρχικά έµειναν στο δικό µου σπίτι και µετά στο Tarpon Spring. Κατόπιν αυτού γύρισαν στην Ελλάδα και ύστερα χώρισαν».

Εχουν µάθει στο Σικάγο ότι έχω έλθει και µε ζητάνε στο Grecian Garden.

Στο µαγαζί ήταν όλοι πελάτες µε δανεικά απ’ τους µαφιόζους και ξέπλεναν χρήµατα

Ο Καζαντζίδης ερωτεύτηκε την Αντωνία. ∆εν την παντρεύτηκε για να πάρει πράσινη κάρτα, όπως έγραψαν λαθεµένα