Μέχρι το δεύτερο δεκαήµερο του Μαρτίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή µιλούσε για το γαλλογερµανικό Σύµφωνο Ανταγωνιστικότητας. Μετά τη Σύνοδο στις 11/3/2011 των αρχηγών κρατών της ευρωζώνης, η Επιτροπή µιλά για το «Σύµφωνο του Ευρώ», το οποίο µε την προώθηση µιας αορίστου χρόνου περιοριστικής πολιτικής νοµοθετικά προβλεπόµενης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (καθορισµός µε νόµο τωνανωτάτων ορίων του δηµόσιου ελλείµµατος και του δηµόσιου χρέους) περιλαµβάνει: α) την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη ή και παραπάνω, ανάλογα µε την αύξηση του προσδόκιµου ορίου επιβίωσης, β) τη µείωση των ποσοστών αναπλήρωσης των κύριων φόρων και ιδιαίτερα των έµµεσων φόρων, γ) τη γενίκευση της ευελιξίας στις µορφές απασχόλησης, στις συλλογικέςσυµβάσεις και στις εργασιακές σχέσεις, δ) τη µείωση των κοινωνικών δαπανών κ.λπ. προκειµένου να εξασφαλιστούν πόροι για την αντιµετώπιση του χρέους, των ελλειµµάτων και τη δηµιουργία συνθηκών υποστήριξης του ευρώ και βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονοµίας.

Πιο συγκεκριµένα, στη Σύνοδο αυτή για την Ελλάδα αποφασίστηκε η επιµήκυνση του χρόνου αποπληρωµής του δανείου των 110 δισ. ευρώ, η µείωση τουεπιτοκίου, η αξιοποίηση της δηµόσιας περιουσίαςύψους 50 δισ.

ευρώ και η δυνατότητα προσφυγής της Ελλάδας στο προσωρινό ή στον σταθερό µηχανισµό προκειµένου να εξασφαλίσει τις ανάγκες της ρευστότητας.

Η προσφυγή του κράτους – µέλους στον ευρωπαϊκό µηχανισµό για τη χορήγηση δανείου προϋποθέτει την εξέταση της φερεγγυότητας της χώρας σε συνδυασµό µε το επίπεδο βιωσιµότητας του χρέους.

Πέρα όµως από τις αποφάσεις της συγκεκριµένης Συνόδου, αξίζει να σηµειωθεί ότι, βαδίζοντας κανείς στον δρόµο της ιστορίας των οικονοµικών θεωριών και των ασκούµενων πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διαπιστώνει ότι µε το «Σύµφωνο του Ευρώ»στην ουσία επαναφέρονται οι αντιλήψεις της σχολής του Fribourg και οιασκούµενες πολιτικές του ρεύµατος του ορθοφιλελευθερισµού (νοµισµατική σταθερότητα, περιοριστικές πολιτικές, µείωση κοινωνικών δαπανών), µε τις οποίες η Γερµανία επιδίωξε να αντιµετωπίσει την οικονοµική κρίση και ύφεση του 1929 (F.

Bilger, 2005).

Πράγµατι, η τότε οικονοµική πολιτική της Γερµανίας, αρνούµενη την κρατική παρέµβαση (Κέινς) και το laisser – faire τωνκλασικών του φιλελευθερισµού της αγγλοσαξονικής σxολής για την αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης του 1929, εφαρµόζει τηνπολιτική του ορθοφιλευθερισµού σε συνθήκες ύφεσης και έντονων πληθωριστικών πιέσεων.

Παράλληλα το ρεύµα αυτό της οικονοµικής σκέψης και τωνασκούµενων πολιτικών διαπιστώνουµε ότι επηρεάζει καθοριστικά την ευρωπαϊκή οικοδόµηση και προοπτική, δεδοµένου ότι οι ιδέες, οι αντιλήψεις και οι προσανατολισµοί του διαπνέουν τόσο τη Συνθήκη της Ρώµης όσο και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, της Λισαβώνας και των Βρυξελλών (25/3/2011) (Alτernatives economiques, 2011).

Οµως, όπως στις προαναφερόµενες Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εµπεριέχονται καθοριστικές αντιφάσεις [η Συνθήκη Μάαστριχτ επεδίωκε την ευρωπαϊκή ανάπτυξη µε νοµισµατικά (ευρώ) και περιοριστικά δηµοσιονοµικά εργαλεία, η Συνθήκη της Λισαβώνας επεδίωκε τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας µε µείωση των κοινωνικών δαπανών και του κόστους εργασίας], έτσι και στο «Σύµφωνο του Ευρώ» που εµπνέεται από το «οικονοµικό ρεύµα του ορθοφιλελευθερισµού», η ουσιαστική αντίφαση, εκτός των άλλων, συνίσταται στο γεγονός ότι η ασκούµενη πολιτική του Μεσοπολέµου στη Γερµανία σχεδιάστηκε και εφαρµόστηκε για να αντιµετωπίσει την ύφεση και τον υψηλό πληθωρισµό, ενώ σήµερα απαιτείται να αντιµετωπιστούν η ύφεση και η υψηλή ανεργία. Ως εκ τούτου, η υλοποίησή του στις σηµερινές συνθήκες στα κράτη – µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα στεφθεί από τη µη επίτευξη ακόµη και των στόχων που το ίδιο το Σύµφωνο θέτει, οδηγώντας σε νέα κρίση και διεύρυνση της ανεργίας την ευρωπαϊκή οικονοµία.

Η υλοποίησή του στις σηµερινές συνθήκες στα κράτη – µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα στεφθεί από τη µη επίτευξη ακόµη και των στόχων που το ίδιο το Σύµφωνο θέτει, οδηγώντας σε νέα κρίση και διεύρυνση της ανεργίας

Ο Σάββας Ροµπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστηµίου, επιστηµονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ