Είναι νέοι και πρωτοεμφανιζόμενοι. Ο καθένας στον τομέα του. Μια εικαστική καλλιτέχνις, ένας κινηματογραφιστής, ένας ηθοποιός, μια χορογράφος, μια ποπ τραγουδίστρια και μια συγγραφέας μιλούν στο «Νσυν» για το βάπτισμα του πυρός
ΠΡΩΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

Κάλλια Παπαδάκη

OΛΑ ΕΔΕΙΧΝΑΝ

πως θα γινόταν μια διεισδυτική οικονομολόγος. Το περίφημο Βard College έξω από τη Νέα Υόρκη της πρόσφερε υποτροφία για σπουδές Οικονομικών, το Βrandeis της Βοστώνης έβαλε τη σφραγίδα του στο μεταπτυχιακό της και μια ελληνική χρηματιστηριακή εταιρεία τής πρόσφερε δουλειά στα 26. Εκείνη βυθίστηκε στα χρηματοοικονομικά, αλλά τρία χρόνια αργότερα έκανε στροφή στα γράμματα και στον κινηματογράφο. Γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει Σκηνοθεσία, γοητεύτηκε από τα μαθήματα Σεναρίου του συγγραφέα Ν. Παναγιωτόπουλου και στα 30 της είχε γράψει έξι ιστορίες εμπνευσμένες από την ελληνική πραγματικότητα. Ετσι γεννήθηκε η συλλογή «Ο ήχος του ακάλυπτου» που τον περσινό Μάιο απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Διαβάζω». Η Κάλλια συνέχισε να συλλέγει επαίνους, αυτή τη φορά ως συν-σεναριογράφος πρώτα με τον Παναγιωτόπουλο και την Κατερίνα Ευαγγελάκου για την ταινία της με θέμα την άνοια και πρόσφατα με την Πέννυ Παναγιωτοπούλου το βραβείο του Βalkan Fund για την ιστορία μιας μοναχικής γυναίκας που για λίγο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μια οικογένεια κι έναν σκύλο. Σήμερα, ύστερα από πρόταση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ετοιμάζεται να εκπροσωπήσει τη χώρα στα προγράμματα νέων συγγραφέων των Φεστιβάλ του Βερολίνου, της Μάντοβας και της Ουαλίας. Τις ιδέες τις αντλεί από… τον δρόμο «και τις μεταπλάθω σύμφωνα με την προσωπική μου εμπειρία». Στον «Ηχο του ακάλυπτου» ήθελε να δείξει ότι «τα πράγματα δεν είναι μαύρα ή άσπρα αλλά γκρίζα», γι΄ αυτό και οι ήρωές της «έχουν μέσα τους και το καλό και το κακό». Αυτό το βιβλίο, λέει, «είναι μια χοάνη πιθανοτήτων, ένας μικρός ανεμοστρόβιλος που μπορεί να σε συμπαρασύρει κάπου διόλου δυσάρεστα, εκεί στα μικρά, τα άχαρα και καθημερινά».

Μικέλα Χαρτουλάρη ΠΡΩΤΗ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ελένη Πεχλιβάνη

ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ από παιδί, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι η τέχνη ήταν σημαντική στη ζωή της. Οι φίλες της ωστόσο ψυχανεμίζονταν το ταλέντο της: «Γιατί ενώ ζωγραφίσαμε το ίδιο θέμα, της Ελένης είναι καλύτερο;». Στον μικρόκοσμο της Κομοτηνής, όμως, δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε να γίνει δεκτή στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το πεπρωμένο τελικά φυγείν αδύνατον. Και μπορεί οι μετανάστες στη Γερμανία γονείς της- όπου γεννήθηκε κι εκείνη- να την «έσπρωχναν» στη σίγουρη λύση της Λογιστικής και των Οικονομικών, η Ελένη όμως δεν συμπαθούσε τους αριθμούς. Ο δρόμος την έφερε στη Δράμα, όπου επί τρία χρόνια παρακολούθησε Μαρμαροτεχνία και Αγιογραφία. «Απογοητεύτηκα όταν διαπίστωσα πως δεν μπορώ να βρω δουλειά και είπα “τέλος με την τέχνη”». Η θητεία της σε μια χρηματιστηριακή τη βοήθησε να καταλάβει τι θέλει. «Αρχισα να πνίγομαι και πήγα σε ένα εργαστήρι να βελτιώσω το σχέδιό μου. Οταν είδαν τη δουλειά μου, μου είπαν “φεύγεις για Αθήνα”. Μου φαινόταν βουνό». Με την τρίτη κατάφερε να πάρει εισιτήριο για τη Σχολή. Εκεί ανακάλυψε πως της άρεσε να κολλά πάνω στους ζωγραφισμένους με παστέλ καμβάδες της κλωστές και άμμο για να δημιουργήσει έργα που παραπέμπουν στη λαϊκή τέχνη, την ισλαμική κουλτούρα και το θέατρο σκιών. Η πρώτη σημαντική διάκριση ήρθε όταν επιλέχθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ως μία από τους τέσσερις καλλιτέχνες που εκπροσώπησαν την Ελλάδα σε εικαστική έκθεση λόγω του Μουντιάλ στη Νότιο Αφρική. Οταν ήρθε η στιγμή των εγκαινίων της πρώτης της έκθεσης τον περασμένο Σεπτέμβριο στην «Γκαλερί 7», η 33χρονη Ελένη ένιωσε πως είχαν πιάσει τόπο οι δυσκολίες που πέρασε.

Μαίρη Αδαμοπούλου ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΣΚΟΣ

Μαριέττα Φαφούτη

Ο ΔΙΣΚΟΣ «Τry a little romance» (Ιnner Εar) μοιάζει σαν ένεση αισιοδοξίας στο γκρίζο τοπίο της ελληνικής δισκογραφίας. Φωτεινές ποπ μελωδίες, πολύ πιάνο, πολλά έγχορδα και φωνή που ώρες ώρες παραπέμπει στoν κοφτερό «πάγο» της φωνής της Βjiork. «Μoυ το λένε πολλοί. Είναι φοβερό γιατί δεν είναι του γούστου μου καθόλου». Η ιστορία της μοιάζει λιγάκι με όνειρο που έγινε πραγματικότητα. «Ανέβασα τα τραγούδια μου στο ΜySpace, πιο πολύ γιατί επέμεναν οι φίλοι μου», λέει,«και με ανακάλυψε ο παραγωγός μου, ο Νίκος Αγκλούπας. Οταν μου έστειλε το πρώτο e-mail για να κάνουμε μια δοκιμαστική ηχογράφηση, δεν του έδωσα και μεγάλη σημασία. Εγραφα μουσικές από χρόνια, αλλά τραγουδίστρια δεν μπορούσα να με φανταστώ. Με τίποτα». Πρωινή δουλειά σε ιδιωτική εταιρεία (στο διαφημιστικό τμήμα), ωράριο απαιτητικό, καθημερινότητα ανάλογη με αυτήν που έχουν χιλιάδες κορίτσια της ηλικίας της, που ακόμα δεν έχουν πατήσει τα 30. Εκείνη όμως είχε ανακαλύψει από χρόνια τη «δεύτερη ζωή» της. «Απ΄ τη στιγμή που μου έδειξε ο Γιάννης Κύρης πώς να γράφω μουσική στο κομπιούτερ μου, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι. Πώς κάνουν οι ερωτευμένοι; Κάπως έτσι…». Πιάνο ξεκίνησε στα 15 της και από πολύ νωρίς άρχισε να συνθέτει μουσική και τραγούδια για ταινίες και θεατρικά έργα. Έκανε μουσικές για διαφημιστικά και επειδή πολλές φορές το budget ήταν χαμηλό, αναγκάστηκε να αναλάβει και ρόλο τραγουδίστριας. Και τώρα; «Τώρα ετοιμαζόμαστε για συναυλίες κι έχω τρομερό άγχος», εξηγεί. «Θέλω πολύ να το χαρώ, αλλά δεν έχω συνηθίσει να εκτίθεμαι. Βέβαια το υλικό το δουλεύουμε πολύ, θα την έχουμε κάνει δηλαδή την προετοιμασία μας». Χάρη Ποντίδα ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ

Σύλλας Τζουμέρκας

ΟΤΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΣΕ στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο και ενώ η «Χώρα προέλευσης» είχε μόλις βγει στις αίθουσες, στο μυαλό του, εκτός από κοινό και κριτικούς, είχε τους φίλους. «Αυτοί είναι η μεγάλη αγωνία», λέει. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν από 32 χρόνια, από γονείς καθηγητές. Πέρασε αρκετά χρόνια στη Νίσυρο, όπου κάθε εβδομάδα επισκεπτόταν την κινηματογραφική λέσχη-με «επιδόσεις» από Σπίλμπεργκ μέχρι Ταρκόφσκι- και κάπως έτσι γεννήθηκε η αγάπη του για το σινεμά. «Δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Απλά αγαπούσα από μικρός τις ταινίες». Για χάρη τους, λοιπόν, μπήκε στη Θεατρολογία στα 18 και σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Υποκριτική σε Αθήνα, Νέα Υόρκη και Ουτρέχτη. Σκηνοθέτησε τις βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες «Τα μάτια που τρώνε»(Επιτροπή Καννών 2001, συμμετοχή στο Κάρλοβι Βάρι την ίδια χρονιά) και «Βροχή»(Α΄ Κρατικό Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους 2002), ενώ συμμετείχε στις παραστάσεις «War is war» (Τhe Εrasers) και «Cinemascope»(Βlitz, Φεστιβάλ Αθηνών 2010). Μέχρι που μαζί με τη σεναριογράφο Γιούλα Μπούνταλη αποφάσισαν να φτιάξουν μια ταινία για την ενηλικίωση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. «Στην οποία η οικογένεια θα μιλάει για την πολιτική και η πολιτική για την οικογένεια». Η ταινία ταξίδεψε τελικά στην εβδομάδα κριτικής του Φεστιβάλ Βενετίας. Η επόμενη είναι ήδη στα σκαριά, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται στο φιλμ «Wasted youth» των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ, που λίγες μέρες πριν άνοιξε το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. «Για μένα το σινεμά είναι ένα εργαλείο για να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου. Οσο πιο καλά μαθαίνεις να το χρησιμοποιείς τόσο σε βοηθάει να αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα όλο και καλύτερα».

Δημήτρης Δανίκας ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΣΑΝΙΔΙ

Χάρης Φραγκούλης

ΔΕΝ ΕΙΧΕ πάει ποτέ στο θέατρο. Μέχρι τα δεκαοχτώ του. Φοιτητής στο Βιολογικό της Αθήνας, είχε όμως ένα πάθος κάπως να εκφραστεί. Ενας φίλος του τού σύστησε ένα θεατρικό εργαστήρι- τη «Μαύρη Σφαίρα» της Τότας Σακελλαρίου, στα Εξάρχεια. Τρία χρόνια θα μείνει. «Γούσταρα πολύ», λέει. Από το Πανεπιστήμιο σιγά σιγά αποκόβεται. Μετά σκέφτεται να δώσει εξετάσεις στη δραματική του Εθνικού Θεάτρου. Δίνει, περνάει και τον περασμένο Ιούνιο αποφοιτά. Ανάμεσα στους δασκάλους του, ο Δημήτρης Καταλειφός. Κάνουν με τους συμμαθητές του μια παράσταση στη σχολή. «Ο Δημήτρης κάλεσε τον κ. Αντύπα στην παράσταση. Με είδε και μου τηλεφώνησε». Και ο Χάρης Φραγκούλης, που τον Δεκέμβριο έκλεισε τα 25 και είχε συμμετάσχει μόνο, ως μαθητής της σχολής, στους αριστοφανικούς «Βατράχους» του Δημήτρη Λιγνάδη με το Εθνικό, ντεμπουτάρει επίσημα στο θέατρο με έναν ρόλο που πολλοί θα τον ζήλευαν: Μικ στον «Επιστάτη» του Πίντερ, πλάι στον δάσκαλό του Δημήτρη Καταλειφό και στον Λαέρτη Βασιλείου, στο «Απλό Θέατρο», σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα. Η παράσταση είναι ήδη επιτυχία και η ερμηνεία του νεαρού πρωτάρη εκτιμάται ιδιαιτέρως «Ενιωσα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», εξομολογείται. «Ανοιξαν πόρτες, είδα πράγματα για τον εαυτό μου, για τους άλλους… Το μυθιστόρημα αυτό που βίωνα ήταν για μένα εξίσου σημαντικό με το κείμενο του Πίντερ: δύο παράλληλα ταξίδια που προσπαθούσα να τα ενώσω. Και σίγουρα ήταν μεγάλη ευκαιρία: να έχω να διαχειριστώ κάτι πολύ σημαντικό. Γιατί βγαίνουμε από τη σχολή με μια ορμή που ανακόπτεται είτε γιατί δεν βρίσκεις δουλειά είτε γιατί είσαι σε μια δουλειά που δεν σε ικανοποιεί».

Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης ΠΡΩΤΗ ΣΟΛΟ ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ

Φρόσω Βουτσινά

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΩΝ 30, ύστερα από σπουδές μπαλέτου στην Ακαδημία Μουσικής της Σόφιας, μεταπτυχιακά στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, επέστρεψε στην Ελλάδα με την πυξίδα ελαφρώς απομαγνητισμένη. Ανά μεσα στον βιοπορισμό και τη δημιουργία, αρχικά έκλινε προς την πρώτη επιλογή ανοίγοντας μία σχολή χορού για ερασιτέχνες. «Η ανάγκη της χορογραφίας ήρθε αργότερα, ως ανάγκη να σπάσω τη ρουτίνα και να ασχοληθώ με όλα αυτά τα ερωτηματικά που είχα μέσα μου. Οταν ωρίμασε η στιγμή, συναντήθηκα με τον συνθέτη Δημήτρη Φριτζάλα και δουλέψαμε μαζί». Το «Ρendulum», η σόλο ερμηνεία της στον «Μήνα Χορού», παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2009 και τον περασμένο Μάιο αποσπάσματά του. «Για να γίνεις χορογράφος χρειάζεσαι να έχεις μέσα σου πράγματα που σε κρατάνε ανήσυχη και έχεις την επιθυμία να τα εκφράσεις. Μετά ακολουθεί το άλλο και σημαντικό: της επαφής με τον κόσμο και μίας συνάντησης που θα ανανεώνεται σε τακτά διαστήματα», λέει σήμερα για το ξεκίνημά της.

Εφη Φαλίδα