Τα παραµύθια µπορούν να λειτουργήσουν ως καθαρτήρια δύναµη στο επιβαρηµένο υποσυνείδητο του σύγχρονου ανθρώπου, συµφωνούν τρεις δεινοί αφηγητές.


Ο κόσµος του φανταστικού και του παράλογου µπορείνα λειτουργήσει και ως καθαρτήρια δύναµη, καθώς ταπαραµύθια «λένε µε τον πιο καθαρό και ποιητικότρόπο µεγάλες αλήθειες». Σε αυτόν τον κόσµο ταξιδεύει διαρκώς ο Στέλιος Πελασγός, ο οποίος σπούδασε αγγλική φιλολογίακαι αργότερα ερωτεύτηκε τον µαγικό τρόπο που έχει η τέχνη της αφήγησης «να µας βυθίζει στα βάθη του ασυνειδήτου ενώ εµείς συναναστρεφόµαστε µε θεούς και δαίµονες, αρχέτυπα και σύµβολα σαν να είναι γείτονές µας».

Την περίοδο των Χριστουγέννων έως και τα Θεοφάνια, οισύγχρονοι παραµυθάδες βγάζουν από τοσεντούκι ιστοριούλες µε καλικάντζαρους, που πολλές φορές τροµάζουν τα παιδιά και άλλες «σκάνε στα γέλια µε αυτά τα γελοία µαυριδερά πλάσµατα που λέγονται και κατουρλήδες, καήδες, κακανθρωπίσµατα, καρκαντζούλια», όπως παρατηρεί η παραµυθού και δασκάλα της τέχνης της αφήγησης, Αγνή Στρουµπούλη.

Ωστόσο, δεν είναιεύκολο να τραβήξει κανείς το ενδιαφέρον του αεικίνητουµικρού ακροατή. Μόνο αν µιλήσειγια τριχωτούς, άσχηµους ταραξίες των Χριστουγέννων ή αφηγηθεί παραµύθιαµε δράκους και γοργόνες. «Θέλει δουλειά. Αν τα παιδιά νιώθουν ασφάλεια στις συνθήκες της αφήγησης, τότε επιθυµούν να ζήσουν και τους φόβους τους.Βέβαια ενθουσιάζονται µε ήρωες που µπορούν να ταυτιστούν µαζί τους και να νιώσουν τολµηροί, γενναίοι», λέει η Αγνή Στρουµπούλη, που ξεκίνησε ως κοινωνική λειτουργός και κατέληξε στο λαϊκό παραµύθι το 1995, µε παραστάσεις σε σχολεία,θέατρα, χώρους πολιτισµού, ακόµη και νοσοκοµεία και φυλακές.

Συλλογές λαϊκών παραµυθιών, σπάνια βιβλία σε βιβλιοθήκες, τοπικές εκδόσεις, νανουρίσµατα, γλωσσοδέτες και «λάφυρα» από ταξίδια σε όλο τον κόσµο συνθέτουν τον κορµό της δουλειάς ενός επαγγελµατία παραµυθά. «Το κυρίωςυλικό είναι η λαϊκή λογοτεχνία και εκεί µέσα ακούει κανείς της κινήσεις της ανθρώπινης ψυχής εδώ και έξι χιλιάδες χρόνια. Είναιένας θαµµένος θησαυρός που πρέπει να ξεθάψω, να συντηρήσω καινα αναδείξω.

Να τον καθαρίσω και νατον προσφέρω σε όποιον τον έχει ανάγκη»,οµολογεί ο Στέλιος Πελασγός.

Οσο για την τεχνική, η Σάσα Βούλγαρη εξηγεί: «Σπούδασα Ψυχολογία και Παιδαγωγικά για να είµαι σωστή στη δουλειά µου.

Στη διάρκεια της αφήγησης βοηθά πολύ η χρήση της φωνής µου που ανάλογα µε τον τόνο που δίνω κατευνάζει ή εξιτάρει τα παιδιά στα σηµεία που το χρειάζονται. Αλλωστε, απευθύνοµαι στο δυσκολότερο κοινό γιατί δεν σου χαρίζεται εύκολα».

«Δεν ξέρω αν αλήθεια ή ψέµατα σας λέω…»


Αγνή Στρουµπούλη

Θα σας πω µια µικρή ιστορία, που την έχω γράψει, βασισµένη στις Παραδόσεις, στο βιβλίο «Αχ! Αυτοί οι καλικάντζαροι…» (Εκδ. Κοντύλι). Φτου! κι αρχίζω. Τα Σκαλκαντζούρια είναι λαίµαργα πολύ! Τους αρέσουν οι τηγανίτες και τ’ αγιοβασιλιάτικα γλυκίσµατα. Τ’ αρπάζουν όµως µε προσοχή, γιατί φοβούνται να µη φάνε καµιά στο χέρι µε την κουτάλα.

Στα σπίτια µπαίνουνε από την τρούπα της καµινάδας, γι’ αυτό οι καλές νοικοκυράδες βάνουν ένα κόσκινο κοντά.

Ετσι, ο Καρκάντζολος άµα βλέπει το κόσκινο αρχινάει σοβαρά και φρόνιµα να µετράει τις τρούπες του:

– Ενα, δύο… τ…

Και δεν µπορεί να πάει στο τρία, γιατί φοβάται την Αγία Τριάδα. Σιωπαίνει, το λοιπόν, και ξαναρχίζει:

– Ενα, δύο… Ενα, δύο… Ενα, δύο…

Μα… µετρώντας, ξηµερώνεται και µόλις λαλήσει ο πρώτος κόκορης, τσακίζεται ο Καρκάντζολος να φύγει.

Την παραµονή των Φώτων, όλη η φαµίλια των Καλικαντζάρων όπου φύγει φύγει. Φοβούνται µην τους προφτάσει ο παπάς µε τον αγιασµό και τους ζεµατίσει…

Οι γέροι τότες µε τη χοντρή φωνή τους, παρακινούν τους άλλους να τρέξουν:

– Φεύγεστε να φεύγουµε! Τι έρχεται ο τουρλόπαπας µε την αγιαστούρα του και µε τη βρεχτούρα του. Να! παπάς µε το σταυρό, παπαδιά µε το θερµό! Κι άµα ξεκινούν οι µεγάλοι, ακούγεται η φωνίτσα του µικρότερου, που δεν πρόφτασε να δέσει το τσαρουχάκι του και φωνάζει:

– Καρτεράτε κι εµέ, να βάνω το τσαρουχάκι µου!

Κι ετσιδά, όλο το λεφούσι οι καλοί σου: Καλλισπούδηδες, Κωλοβελόνηδες, Κατουρλήδες, Καήδες, Κακανθρωπίσµατα, Κολικαντζαραίοι, Βουρβούλακες, Μαντρακούκηδες, Λυκοκάντζαροι, Ξωτικά, Σταχτιάδες, Παγανά, Πλανητάροι, Σκαλκάντζαροι και… Χρυσαφεντάδες, πάνε στην οργή του Θεού κι αφανίζονται από προσώπου γης.

Ποτέ δεν τους είδα κι έτσι δεν ξέρω αν αλήθεια ή ψέµατα σας λέω… Μα, ψέµατα κι αλήθεια έτσι είν’ τα παραµύθια.

Σάσα Βούλγαρη

Ενα από τα αγαπηµένα µου παραµύθια, που έλεγε η µάνα µου, σε µια πολύ σύντοµη εκδοχή:

Ενα βράδυ µια γριά τηγάνιζε λαλαγγίτες (σ.σ.: τηγανίτες) να φάει, παραµονή Χριστούγεννα. Ακούει άξαφνα κάτι να χαρχαλεύει στην καµινάδα από πάνω απ’ το τζάκι. Μέχρι να το καλοσκεφτεί βγάνει ένα παγανό το µούτρο του, οπού κόντεψε να πεθάνει η γριά από την τροµάρα της!

«∆ωωωωµ, βαβά κι εµένα λαλαγγιιιιιίταααααααα!» Ταράχτηκε αυτή, µα πού να δειχτεί! Ηταν αυτή µια πονήρω!

«Κατέβα, γραµµένο µ’ κι θα σι δώκου γω λαλαγγίτα, µόνο δε σι φτάνου!», λέει.

Αρχινάει το παγανό να γλιστράει µες στην καµινάδα, δως του κατέβαινε, δως του κατέβαινε, απλώνει καµιά φορά το χέρι κι η γριά που δεν χαµπάριαζε τον αρπάει και του δίνει µια και τον πετάει στο τζάκι!

Καταζεµατίστηκε ο Καλικάντζαρος! Κάηκε, άρπαξε φωτιά η ουρά του και δίνει µια και βγαίνει απάνω στη σκεπή κι αρχινάει τα χοροπηδητά και τα ουρλιαχτά οπού ξεσήκωσε όλο τον τόπο!

«Κάηκα, βάβω µ’ κάηκα! Ζιµατίστκα! Ω! Λε Λε Λε! Πάει η ουλίτσα µ!».

Η γριά παίρνει ένα σταυρό και τον βάνει στο τζάκι, παίρνει κι ένα κόσκινο και το βάνει στην πόρτα κι έτσι ο καλικάντζαρος να µπει µέσα δεν µπορούσε. Το σταυρό τον φοβόταν, στο κόσκινο µετρούσε τις τρύπες:

ένα – δύο, τρία φοβόταν να πει (από την Αγιά Τριάδα), δεν µπήκε µέσα!

Ε! κι έκατσε η γριά κι έφαγε µοναχή της τις λαλαγγίτες!