Προέρχονται από µια «σχολή» τραγουδοποιίας της Θεσσαλονίκης που ανέστησε το λαϊκό στα 80s και τα 90s. Ο Γιώργος Ζήκας και η Βάσω Αλαγιάννη, από τους «τελευταίους των Μοϊκανών», ξαναβρήκαν στην παρέα και στον κοινό τόπο την έµπνευση για να γράψουν εν µέσω κρίσης
Οταν ακούς τον Γιώργο Ζήκα και τη Βάσω Αλαγιάννη να µιλάνε για το νέο τους κοινό δηµιούργηµα, τον λαϊκό δίσκο«Η αγάπη είναι ελεύθερη», τοµυαλό τρέχει ασυναίσθητα στη Θεσσαλονίκη, στην εποχή της δόξας του στούντιο «Αγροτικό» (του Νίκου Παπάζογλου), στα νέα πρόσωπα που βγήκαν από εκείνη τη µεγάλη παρέα, στην εποχή της αναγέννησης του λαϊκού τραγουδιού. Με τρεις λέξεις, τη λεγόµενη (ατύπως) Σχολή της Θεσσαλονίκης στην τραγουδοποιία.

Ο Ζήκας στα πρώτα του βήµατα έγραψε τους «∆ραπέτες» (το περιέλαβε στο CD «Σύνεργα» ο Παπάζογλου) και το «Στις άκρες απ’ τα µάτια σου» (για την Ελευθερία Αρβανιτάκη). Η Αλαγιάννη έγραψε τον «Υδροχόο» σε στίχους Μανώλη Ρασούλη και µαζί µε το «Λεµόνι στην πορτοκαλιά» µπήκαν στο «Χαράτσι» που άλλαξε τον ρουτης ιστορίας του λαϊκού τραγουδιού.Ενώ το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» – καιπάλι σε µουσική δική της – είναιαπό τα τραγούδια που οριοθετούν το ύφος µιας ολόκληρης εποχής.

Η Θεσσαλονίκη και η ανάµνηση εκείνων των ηµερών µπαίνει ανάµεσά µας όσο µιλάµε καθισµένοι στο φιλόξενο λίβινγκ ρουµ της Βάσως Αλαγιάννη. Αλλωστε το ύφος του νέου δίσκου, µε τα ζεϊµπέκικα, τα τσιφτετέλια, τα µάµπο, τα µπολέρο, τα τσατσα, παραπέµπει σε εκείνες τις µέρες. Σήµερα όµως ένας νέος λαϊκός δίσκος µοιάζει εκτός… κάδρου, όπως και οι περισσότεροι εκπρόσωποί του.

Για να ανθήσειένα είδος πρέπει να υπάρξει το κατάλληλο κλίµα. Ο κατάλληλος ψυχισµός.

Οι παρέες, τα στέκια, τα ραδιόφωνα… Ολο εκείνο το «νέο λαϊκό» φούντωµα των 80s και 90s εξέφραζε τις κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις της γενιάς της µεταπολίτευσης και βασίστηκε στον (καλώς εννοούµενο) ερασιτεχνισµό µιας ευρύτερης παρέας που έφτιαξε δικά της στέκια – ένα γενναίο κοµµάτι της ερχόταν από τηΘεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα.

Με κεντρικό πρόσωπο τον Νίκο Παπάζογλου από τις αρχές του‘80 και µε τάσεις σταθερά…καθοδικές (προς την Αθήνα), στονΒορρά «γεννήθηκαν» οι Χειµερινοί Κολυµβητές, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Θωµάς Κοροβίνης, ο Σωκράτης Μάλαµας (ήταν κιθαρίστας του Παπάζογλου), ο ∆ηµήτρης Ζερβουδάκης, η ΜελίναΚανά, η Λιζέττα Καληµέρη, ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Κώστας (Πάκας) Μακεδόνας και αργότερα ο Παύλος Παυλίδης (Ξύλινα Σπαθιά), ο Μανώλης Φάµελλος.

Μέσωτουστούντιο «Αγροτικό» έφτασαν στοευρύτερο κοινό τραγούδια του Ορφέα Περρίδη,της Βάσως Αλαγιάννη, του Νίκου Ξυδάκη και τουαναµορφωτή του στίχου εκείνης της γενιάς, του Μανώλη Ρασούλη.

Από τον Βορρά µάς έρχονται και η Τάνια Τσανακλίδου (γεννήθηκε στη ∆ράµα), η Γλυκερία (Σέρρες) και η Ελένη Τσαλιγοπούλου (Νάουσα). Η Θεσσαλονίκη λόγω του ιστορικού παρελθόντος της υπήρξε κοιτίδα του λαϊκού τραγουδιού και επί εποχής Τσιτσάνη. Και δεν ήταν µόνο το τραγούδι. «Ολατα καινοτόµα λογοτεχνικά ρεύµατα» έλεγε ο Θωµάς Κοροβίνης «από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν. Και ισχυρές φυσιογνωµίες όπως ο Πεντζίκης, η Καρέλλη, ο Σαββόπουλος, ο Αναγνωστάκης».

Σε αντίθεση όµωςπρος το πλούσιο έδαφος που γεννούσε νέες ιδέες, τραγούδια και τάσεις, απουσίαζαν οι υποδοµές για να µπορέσουν να παραµείνουν εκεί τα ταλέντα της. Αλλά πάντα έτσι δεν ήταν; «Σήµερα περισσότερο από ποτέ» λέει ο Γιώργος Ζήκας.

«Aν θέλεις να κάνειςκάτι δισκογραφικά στη Θεσσαλονίκη δεν έχεις πού να πας. Από την άλλη, για να κατέβεις στην Αθήνα πρέπει να είσαι µέσα στα πράγµατα, να έχεις διασυνδέσεις. Σκέψου πως εγώ τώρα ετοιµάζω έναν δίσκο µε έναν εταιρειάρχη τον οποίο δεν ξέρω και τον προηγούµενο τον έκανα µε έναν παραγωγό µε τον οποίο ούτε γνωριζόµασταν. Τους τραγουδιστές που συναντάωδεν τους ξέρω, δεν τους έχω δει ποτέ. ∆εν έχουµε κάνει παρεάκι. Ξέρεις τι σηµασία έχει αυτό, να πας να πιεις έναν καφέ και να µιλήσεις για τραγούδι, για δουλειά;».

To τραγούδι σε κάθε χρονικήπερίοδο είναι «καθρέφτης» της εποχής. Η στροφή στη λαϊκή µας ρίζα στα 80s και 90s εξέφραζε και κάτι κοινωνικό που σήµερα φαίνεται να µην υπάρχει. «Κύκλος είναι και θα περάσει. Γιατί το λαϊκό είναι η βάση µας. Ο τρόπος µε τον οποίο εκφραζόµαστε, χορεύουµε…

Αν αλωθούµε µουσικά, θα εκλείψουµε παντελώς» λέει ο Γιώργος Ζήκας. Την αµηχανία της εποχής µας όµως εκφράζει µιλώντας και για την έλλειψη «αληθινών λαϊκών µαγαζιών»: «Οποτε έπαιξα σε µουσική σκηνή στην Αθήνα αισθάνθηκα µισός. Το λαϊκό µαγαζί έχει την πελατεία του, δεν περιµένει το Σαββατοκύριακο να έρθει το µπούγιο. Είναι στέκι».

Από τις αρχές του ’80 στον Βορρά «γεννήθηκαν» ο Παπάζογλου, οι Χειµερινοί Κολυµβητές, ο Γκαϊφύλλιας, ο Κοροβίνης, ο Μάλαµας, ο Ζερβουδάκης, η Κανά, η Καληµέρη, ο Αγγελάκας, ο Μακεδόνας, ο Παυλίδης (Ξύλινα Σπαθιά), ο Φάµελλος

«Σήµερα επικοινωνούµε το πολύ πολύ µε Skype»


Πιο κοντά στο κλίµα των µουσικών σκηνών και πιο δεκτική στο κλίµα της σηµερινής πραγµατικότητας είναι η Βάσω Αλαγιάννη. «Μην ξεχνάτε», λέει, «εγώ παίζω κιθάρα, εκείνος µπουζούκι». Αλλωστε έχουν και διαφορετικές διαδροµές όλα αυτά τα χρόνια. «Είναι µάταιο να ψάχνουµε τα γιατί.

Σήµερα οι άνθρωποι είναι αποξενωµένοι, κλεισµένοι στα σπίτια τους και άντε το πολύ πολύ να επικοινωνήσουν µέσω Skype. Θυµάµαι, τότε είχα ένα σπίτι στο Μετς και µαζευόµασταν, ο καθένας είχε ένα όργανο και γινόταν χαµός µέχρι πρωίας. Μέσα σ’ αυτή την κρίση, που µεταδίδεται σαν γρίπη από χώρα σε χώρα, εµείς καθήσαµε µαζί και φτιάξαµε έναν δίσκο για τις σχέσεις των ανθρώπων, την αγάπη, την προσπάθεια να βρούµε νέες ισορροπίες».