Πρόβες παντού. Ολοι προβάρουν καινούργια κοµµάτια. Και οι πρόβες είναι καλύτερες από τις πρεµιέρες. Στο ροκ, η επίσηµη αφορά µόνο τα κανάλια, εκτός κι αν είσαι στο παιχνίδι για τα λεφτά. Τώρα που το παιχνίδι δεν έχει λεφτά, παρά για λίγους πια, οι πρόβες ξαναβρίσκουν την αίγλη τους.

Καλό είναι αυτό.

Με τους Μanic Street Ρreachers έχω ένα πρόβληµα. Πάντα έχω την αίσθηση ότι θέλουν να κάνουν µεγάλα πράγµατα, επικά, βαθιά, βαριά. Και οµελέτα να κάνουν θα χτυπήσουν µαζί µε τα αυγά την πάλη των τάξεων και λίγο από Τσόµσκι. Το περίεργο είναι πως εκεί που ξεκινάνε να φτιάχνουν τη σπεσιαλιτέ τους τούς προκύπτει και µια καλή αρµονία.

Σερβίρεται ζεστή, κι αρέσει. Γιατί αρέσει. Αλλιώς δεν φτάνεις στο 10ο άλµπουµ έτσι, µε οµελέτες µόνο.

Δεύτερον: Glam rock? Οχι, ευχαριστώ. Το έχουν αυτό όµως, τους τρώει, – big glam ροκ τραγούδια, µαργαριτάρια του είδους στο πέρασµα του χρόνου. Μου κλωτσάνε ενοχλητικά. Αλλά, κάπου κι αυτά χτυπάνε φλέβα και µιλάνε στα πλήθη. Η ιστορία των Μanics γραµµένη µε χρυσά γράµµατα. Δύσκολα χρόνια, αλλά η µπάντα του Τζέιµς Ντιν Μπράνφιλντ, Νίκι Γουάιρ και Σον Μουρ τα κατάφερε µέσα από κατολισθήσεις, δράµατα, αδιέξοδα και βάλε. Οταν εξαφανίστηκε ο Ρίτσι Εντουαρντς το 1995 (και δεν βρέθηκε ποτέ), το γκρουπ που τρία χρόνια νωρίτερα είχε σηκώσει σηµαία µε το «Generation Τerrorists» έµοιαζε κλειδωµένο σε µια περίεργη πραγµατικότητα.

Τώρα επιστρέφουν µε το «Ρostcards From Α Υoung Μan», αυτό το άλµπουµ που περιέγραψαν πολύ γλαφυρά σαν heavy metal Μotown, που φυσικά δεν είναι. Είναι προσπάθεια για φρεσκάρισµα ενός ληγµένου ροκ, µε ισχυρές ποπ ενέσεις για να σβηστούν τα σηµάδια του χρόνου. Ελάτε να τραγουδήσουµε όλοι µαζί, είναι σα να λένε στο «Golden Ρlatitudes». Εχει ενδιαφέρον το γάργαρο «Ι Τhink Ι Found Ιt» (ίσως το λιγότερο manics κοµµάτι). Στο «Αuto-intoxication» παίζει πλήκτρα ο Τζον Κέιλ (!) και ένα πέρασµα κάνει ο Ιαν Μακάλοχ (στο «Some Κind of Νothingness»). Το ποπ δαιµόνιο, τελικά, τους κάνει καλό, ακόµη και αν υπάρχει σύγκρουση των µουσικών συµφερόντων. Αλλά και οµελέτα δεν κάνεις, αν δε σπάσεις τα αυγά…

LΙΝΚ www.mariamarkouli.blogspot.com

Ρunk rock, τα πέντε (πρώτα) χρόνια

§ ( [-832και τα υπόλοιπα είναι punk rock ιστορία )

§ 1975: Τelevision “Little Johnny Jewel”. Από εδώ ξεκίνησαν όλα. Από τον Τοµ Βερλέν, τελεία και παύλα.

§ 1976: Τhe Ramones “Βlitzkrieg Βop”. Ή µήπως από εδώ;

§ 1977: Sex Ρistols “God Save Τhe Queen” (ο Θεός µπορεί να µην έσωσε τη Βασίλισσα, αλλά έκανε τους Ρistols αθάνατους, κατά κάποιο τρόπο)

§ 1978: Stiff Little Fingers “Suspect Device” ή s-s-s-ss-suspect device (αυτά άκουγαν οι U2 και έγιναν U2) § 1979: Τhe Slits “Τypical Girls”.

Ηταν και η χρονιά που οι Spizzenergi έβγαζαν το “Where‘s Captain Κirk?” για να διακτινιστούν αργότερα σε άλλο σύµπαν.

Πάνω στο κύµα

Τα νερά είναι ακόµη ζεστά και ό,τι πρέπει για βουτιές – όσοι επιµένουν το ξέρουν. Οι Βambi Μolesters από την Κροατία σερφάρουν µε τις κιθάρες τους σαν να µεγάλωσαν στην Καλιφόρνια, συντονίζοντας τον ήχο τους µε το «60s» κύµα των surf rockers. Συνεργάστηκαν άλλωστε µε αυτούς, όπως έχουν συνεργαστεί και µε τον Κρις Εκµαν των Walkabouts, ο οποίος κάνει και την παραγωγή στο καινούργιο τους. Στην ακτή τούς βγάζει τώρα το « Αs Τhe Dark Wave Swells» (Glitterhouse Records) γεµάτο ινστρουµένταλ συγκινήσεις για όλους. Εδώ το vintage στοιχείο λειτουργεί όπως στο «Μad Μen» – τη σειρά – όχι δηλαδή σαν αποµεινάρι εποχής ή ντεκόρ από την ντουλάπα αλλά ως το βασικό συστατικό της ιστορίας, µε τις ατµοσφαιρικές κιθάρες στ’ αλήθεια να µιλάνε. Και τι ακούς; Μια µπάντα που έχει κάνει τα χιλιόµετρά της, δεν φοβάται τη «Λάθος Στροφή» (το «Wrong turn», εξαιρετικό κοµµάτι) ή να βυθιστεί στην κατακόκκινη δύση («Ιnto the crimson sunset») ή να πιάσει τις κιθάρες και να πετάξει κεραυνούς («Τhundering guitar»).

Και κάτω από το νερό

Ηip Ηop και reggae από τη Συναγωγή. Με αυτό το µενού άρχισε ο Μatisyahu πριν από µερικά χρόνια και γρήγορα βρήκε ταυτότητα στο µουσικό σκηνικό, πολύ δύσκολο πράγµα για κάποιον που ξεκινάει. Στη συνέχεια και εδώ στο « Light» (100% records) φαίνεται να θέλει να µπει απεγνωσµένα σε πιο mainstream hip hop λωρίδες, γυαλίζοντας τις επιφάνειες µε ποπ κιθάρες και λίγη ρέγκε που της έχει αδυναµία. Τι δεν βρίσκω εδώ; Τη σπίθα και τις εξάρσεις και το ακατέργαστο υλικό που είχε παλιά να δώσει. Στη θέση τους, η παραγωγή – «τζάµι» που σβήνει ό,τι διαφορετικό και δίνει την εντύπωση πως ακούς ραδιόφωνο χωρίς άποψη – ένας ίδιος ήχος. Ο Μatisyahu δεν είναι ο πρώτος που πάτησε την µπανανόφλουδα (και δεν νοµίζω ότι θα κερδίσει και το airplay).