Βαριέµαι αφόρητα. Μέσα στο πλαίσιο της βαρεµάρας µου αυτής (η προσαρµογή ύστερα από τις διακοπές) σχηµάτισα έναν δυο αριθµούς στο τηλέφωνο, να το θέσω το θέµα µου επί τάπητος, να βρω µια παρηγοριά, έστω και τηλεφωνικά. Αλλά του κάκου. Γιατί εκείνη την ώρα έπαιζε ο Ογλού.

«Ονούρ», µε διόρθωσε η φωνή από την άλλη πλευρά της γραµµής. «Ο-νουρ. Εντάξει; Πάρε µε αργότερα. Επίτηδες το κάνεις; Σου έρχεται η “ψυχική λιγούρα” µε τους τίτλους της σειράς;».

Να βάλω ένα τσαγάκι να γίνεται, να ρίξω και πέντε κουταλιές ζάχαρη, να γλυκαθεί το εσωτερικό µου, γιατί δεν υπάρχει ψυχή δίπλα µου να βοηθήσει. Ακόµη και το τετράχρονο τoυ διπλανού διαµερίσµατος, σπάει τζάµια µε τις φωνές του, να το αφήσουν να δει τον «Νονούρ και τη Σεχραζά» και µετά να πάει στο κρεβάτι του. Αχ ρε µαµά, αυτό το παραµύθι µε τους δυνατούς, ευαίσθητους και συνάµα επιτυχηµένους αρσενικούς! Αχ µε τα παραµύθια, γενικά. Στην προκειµένη περίπτωση, είναι όλο το πράγµα απόλυτα «πασέ» και τόσο απλοϊκά τετραγωνισµένοι οι χαρακτήρες, τόσο καραµελωµένα τα ηλιοβασιλέµατα, τόσο «χουχουλιαστά» τα περσικά χαλιά και τόσο «ανεξίθρησκα» (ακόµα και τις γυναίκες παραδέχονται) τα συµβούλια των µεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών. Κι αυτό το µονίµως θλιµµένο βλέµµα του πρωταγωνιστή, που είναι ταυτόχρονα και ευγενής και αλήτης και επιτυχηµένος και κοινωνικά ευαίσθητος και µάγκας και «ποιητής» και καλός γιος και απόλυτος τζέντλεµαν, όλα τα έχει ο Ογλού, κι αυτά κι εκείνα. Εχει και κάτι άλλο όµως, κάτι που έχει αρχίσει και εκλείπει στα δικά µας ανδρικά τηλεοπτικά «µοντελάκια» (τυχαίο; δεν νοµίζω). Φέρνει στην επιφάνεια τη νοσταλγία µας για τα τακτοποιηµένα ήθη του ’60 που το αρσενικό ήταν ταγµένο στον ρόλο του προστάτη, που σεβόταν και τηρούσε τις οικογενειακές παραδόσεις, που δεν ξεχνούσε τις λαϊκές του ρίζες όσο ψηλά και να έφτανε, που ο λόγος του ήταν συµβόλαιο (εκτός κι αν ανήκε στην πλευρά του «αχαΐρευτου γιου», που όλο του το σόι τον αντιµετωπίζει σαν σκουπίδι). Βαριέµαι αφόρητα και θέλω να µιλήσω. Μαµά είσαι εκεί; Να σε πάρω στις διαφηµίσεις; Μήπως να αρχίσω να ανησυχώ που µoυ φέρνει ναυτία αυτός ο επαρχιώτικος κοσµοπολιτισµός (ίσως γιατί µου φέρνει στον νου τον δικό µας;). Που δεν µε πείθει το γαλακτερό βλέµµα του Ονούρ (Ξανθόπουλος / Πρέκας σε εκδοχή νεώτερη) και µε θυµώνει η «γλυκιά» χαµηλοβλεπούσα Σεχραζάτ; Εχω να πω κι άλλα, ρε µαµά, αλλά γιατί έχω την αίσθηση ότι µόνη µου τα λέω, µόνη µου τα ακούω;