«Πρέπει επιτέλους να αλλάξετε». Μας το ζητάνε όλοι: οι ευρωπαίοι τραπεζίτες, οι επιθεωρητές της οικονοµίας µας, οι σύµβουλοι κυβερνήσεων και οι δηµοσιογράφοι που στα ξένα µαζικά µέσα ειρωνεύονται τη δυσκολία των Ελλήνων να αλλάξουν µυαλά. Το ξέρουν, βέβαια, πως αυτό δεν γίνεται µέσα σε τρία, πέντε ή δέκα χρόνια. Επιµένουν, ωστόσο, στις απαιτήσεις τους κι έχουν τους λόγους τους. Καθήκον του καλού πιστωτή είναι να δηµιουργεί καλούς οφειλέτες και καλοί οφειλέτες είναι εκείνοι που δεν σκέφτονται παρά µόνο το χρέος τους.

Ανεξάρτητα πάντως από το τι επιδιώκουν οι πιστωτές, το πρόβληµα παραµένει. Πράγµατι, χρειάζεται οι Ελληνες να αλλάξουν πολλά και πρώτα τη στάση τους απέναντι στην εργασία. Αυτό βέβαια λέγεται κατά κόρον, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει τη διαµάχη µεταξύ των εργαζοµένων που άρχισε πρόσφατα. Μοµφές για οκνηρία και ανικανότητα εκτοξεύονται από κάθε µεριά.

Ελεύθεροι επαγγελµατίες, δηµόσιοι υπάλληλοι, τεχνίτες, εργάτες και αγρότες καταφέρονται φουντωµένοι εναντίον αλλήλων και παράλληλα εναντίον των πολιτικών και του κράτους. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να συµπήξουν την εθνική ενότητα από την ανάποδη. Ολοι λένε ότι ξέρουν τα κουσούρια των άλλων και, επειδή ακριβώς «γνωρίζονται καλά», αποκλείουν να βελτιωθεί η κατάσταση. Εκτός αν ερχόταν απ’ έξω µια µεγάλη πίεση.

Μα ήρθε κιόλας αυτή η πίεση! Ηρθε, αλλά οι περισσότεροι δεν το πολυπιστεύουν ότι θα κρατήσει πολύ και, το κυριότερο, δεν πιστεύουν ότι το να χάσουν µερικά λεφτά είναι χειρότερο από το να χάσουν αυτό που συνήθισαν. Τι συνήθισαν; Να φέρνουν τη δουλειά στα µέτρα τους κι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στη ζωή τους. Δεν πρόκειται λοιπόν να το εγκαταλείψουν παρά µόνο αν η κρίση πάρει διαστάσεις ολέθρου.

Υπάρχει όµως και µια δεύτερη περίπτωση. Ενδέχεται να µεταβληθεί η σχέση των Ελλήνων µε την εργασία αν επιλυθεί το πρόβληµά της µίµησης. Γιατί εκεί βρίσκεται ο κόµπος. Ας προσπαθήσουµε να δούµε πώς δέθηκε τόσο σφιχτά. Αυτό που συνέβη είναι ότι δεν µπορέσαµε να αγαπήσουµε αρκετά τη δουλειά που κάνουµε γιατί δεν αντιγράψαµε ποτέ εκείνους που είδαµε ότι την αγαπούν. Με άλλα λόγια, έλειψε η µιµητική παρακίνηση. Το παιδί του αγρότη δεν θέλησε να µιµηθεί τον πατέρα του, θέλησε να δραπετεύσει από τη γη και να γίνει υπάλληλος. Το παιδί του υπαλλήλου µε τη σειρά του αρνήθηκε να ακολουθήσει τον γονιό του, επιθυµώντας να γίνει επιχειρηµατίας, ο δε βλαστός του επιχειρηµατία συχνά ζήλεψε τη ζωή του καλλιτέχνη ή του επιστήµονα του οποίου όµως το παιδί (όπως και πολλών άλλων) σαγηνεύτηκε από την αίγλη των πολιτικών. Στο σηµείο αυτό σταµατούν οι µεταπηδήσεις. Οταν µπαίνουµε στην περιοχή της πολιτικής διαπιστώνουµε πως εδώ ισχύουν κανόνες διαδοχής. Τα παιδιά θα ξεπατικώσουν τους προγόνους τους, θα αντιγράψουν τα λόγια τους, το ύφος, την τακτική τους. Το αποτέλεσµα είναι η εργασία του πολιτικού να γίνει η σταθερότερη όλων, γιατί τα µυστικά της µεταδίδονται από γενιά σε γενιά σε υπάκουους µύστες.

Αν µια παρόµοια µύηση τελεσφορούσε και στα άλλα επαγγέλµατα, η Ελλάδα θα είχε γλιτώσει από αρκετά ναυάγια. Την έπνιξε όµως η επιθυµία των νεώτερων να «κάνουν το δικό τους» για να µη γίνουν ρεπλίκες των γονιών. Αξια η οικογένεια για να στηρίζει νεοσσούς, όχι όµως και για να τους δίνει πρότυπα δουλειάς. Αλλού, έξω από το σπίτι, αναζητήθηκαν αυτά τα πρότυπα. Και δεν βρέθηκαν. Ανάγκη εποµένως να τα ξαναψάξουµε, γιατί η εποχή όπου κάθε δουλειά ήταν απλώς ένα σκαλί για µια άλλη δουλειά, πέρασε. Τέλος η χλιαρή σχέση µε τα εργαλεία και τα υλικά µας. Πρέπει να αγαπήσουµε έστω κι αυτό το λίγο που κάνουµε, διαφορετικά θα αγαπάµε µόνο αυτά που είναι αδύνατον να κάνουµε.

ΝΑ ΤΟ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ

Πρέπει να αγαπήσουµε έστω κι αυτό το λίγο που κάνουµε, αλλιώς θα αγαπάµε µόνο αυτά που είναι αδύνατον να κάνουµε

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας του Παν/µίου Αθηνών