Αχ, αυτές οι πρώτες σελίδες! Είναι το μεγάλο βάσανο του συγγραφέα, με συχνό αποτέλεσμα να γίνονται βάσανο και για τον αναγνώστη.

Το άγχος και η ανασφάλεια της αρχής σπρώχνουν πολλούς συγγραφείς να λένε και να κάνουν περισσότερα απ΄ όσα μπορεί να σηκώσει ο οποιοσδήποτε αναγνώστης, να προσπαθούν να πείσουν αμέσως για το περίτεχνο του σχεδίου και την απαιτητικότητα της γραφής τους. Γι΄ αυτό αρκετοί έμπειροι μυθιστοριογράφοι αφήνουν την αρχή για το… τέλος της συγγραφής.

ΤοΑστοχία υλικού,δεύτερο μυθιστόρημα και τέταρτο πεζογραφικό βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, είναι καλύτερο απ΄ ό,τι δείχνουν τα πρώτα κεφάλαια, ιδίως το εναρκτήριο. Ο σαραντάχρονος φιλόλογος από τα Γιαννιτσά, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, συσσώρευσε εκεί πολλές «λογοτεχνικούρες», που προκαλούν άσκοπη σύγχυση και μάλλον εκνευρίζουν τον αναγνώστη, για να προχωρήσει σιγά σιγά με αυξανόμενη σιγουριά και να μπει για τα καλά στο θέμα του γύρω στα μισά του μυθιστορήματος, ομολογουμένως με σημαντική καθυστέρηση. Αλλά το θέμα αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και η ανάπτυξή του από τον συγγραφέα, όταν επιτέλους πάρει μπρος, γίνεται με διαρκώς εντεινόμενο ρυθμό.

Ο Θάνος, ο ήρωας του μυθιστορήματος, φτάνει ένα πρωί στη δουλειά του έχοντας ένα μεγάλο κενό στη μνήμη του: δεν μπορεί να θυμηθεί καθόλου τι έκανε από το προηγούμενο βράδυ ώς τη στιγμή που βρέθηκε να βαδίζει, αντί να οδηγεί, προς το γραφείο του. Μαζί του κουβαλάει μια σακούλα κεράσια για τον προϊστάμενό του, κομμένα από τη γενετικά τροποποιημένη κερασιά του κήπου του. Ο Θάνος, ο οποίος έχει σπουδάσει φιλολογία, εργάζεται ως επιμελητής κειμένων σε μια πολυεθνική εταιρία που προωθεί στην αγορά μεταλλαγμένα προϊόντα. Η κερασιά του προέρχεται από τα φυτώρια της εταιρίας.

Στη διάρκεια της μέρας ο Θάνος διακρίνει, ή του φαίνεται πως διακρίνει, σημάδια παράξενης συμπεριφοράς των συναδέλφων του απέναντί του και προπαντός απορεί ολοένα περισσότερο που δεν βλέπει τη γυναίκα του στο γραφείο της. Γιατί η γυναίκα του, η Ελπίδα, εργάζεται στην ίδια εταιρία ως μεταφράστρια. Αλλά επειδή η διεύθυνση, πλάι σε άλλους περιορισμούς, απαγορεύει τις πολύ στενές σχέσεις ανάμεσα στους υπαλλήλους, κρατούν τον γάμο τους κρυφό. Είναι παντρεμένοι εδώ και εννιά χρόνια, δεν μπορούν να κάνουν παιδί και στη σχέση τους γίνεται όλο και πιο ορατή μια δυσαρμονία, που τον τελευταίο καιρό αγγίζει τα όρια της ανοιχτής σύγκρουσης: η Ελπίδα αποδοκιμάζει τον καριερισμό του Θάνου και την ευθυγράμμισή του με την προπαγάνδα της εταιρίας για τα μεταλλαγμένα, αυτός την κατηγορεί για επιπολαιότητα, νωθρότητα και μεμψιμοιρία. Η κερασιά στον κήπο, με τα ωραία, αλλά πλαστικά, άγευστα κεράσια της, γίνεται σύμβολο μιας γενικής στειρότητας: της ατεκνίας του ζευγαριού, του μαρασμού του γάμου του, της κενοδοξίας του Θάνου, του γυαλιστερού, αλλά αποστειρωμένου, βαλσαμωμένου κόσμου της εταιρίας και των προγραμμάτων της. Απελπισμένη η Ελπίδα, ανοίγει δικό της μπλογκ στο Διαδίκτυο, για να εκφράζει εκεί τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματά της.

Από το σημείο αυτό το μυθιστόρημα απογειώνεται. Φτάνει στην πρώτη κορύφωσή του όταν ο Θάνος ανακτά τη μνήμη των πρόσφατων γεγονότων της ζωής του μέσα από το σοκ μιας τρομερής αποκάλυψης, που ο αναγνώστης μπορεί να την έχει μαντέψει στο μεταξύ, αλλά που, όπως θα δούμε λίγο αργότερα, στη δεύτερη και σημαντικότερη κορύφωση, δεν αφορά τελικά παρά μια παράπλευρη απώλεια στη λειτουργία ενός στυγνού μηχανισμού εξουσίας. Ο Θάνος θα υπηρετήσει πιστά αυτόν τον μηχανισμό ώς και πέρα από το τέλος του μυθιστορήματος, αφού ανταμειφθεί με την εκπλήρωση των φιλοδοξιών του και διάφορα συναφή προνόμια.

Γιατί ο κεντρικός στόχος του Αστοχία υλικού δεν είναι τόσο τα μεταλλαγμένα (εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας είναι κάπως ρηχή) όσο οι πολύπλοκες, εξαιρετικά διαφοροποιημένες, αλλά τέλεια συντονισμένες μέθοδοι ελέγχου και χειραγώγησης των ανθρώπινων υποκειμένων σ΄ ένα ιεραρχημένο σύνολο με τη δομή μιας σύγχρονης μεγάλης επιχείρησης, όπου η απόδοση και η επιτυχία μετριούνται μόνο με νούμερα και η ατομική ζωή, όχι μόνον η επαγγελματική αλλά και η ιδιωτική, οφείλει να εναρμονίζεται με το πνεύμα της εταιρίας. Ο Θάνος, σε αντίθεση με την Ελπίδα, προσαρμόζεται χωρίς αντιστάσεις σ΄ αυτό το σύστημα και μάλιστα η ψυχική προϊστορία του τού έχει δώσει τα εφόδια για να γίνει αποτελεσματικό όργανό του: η καταισχύνη για την αποτυχία του σ΄ ένα παιδικό παιχνίδι εντυπωσιασμού (το σκαρφάλωμα σ΄ ένα απότομο ύψωμα), οι ενοχές για τον θάνατο της πρώτης αρραβωνιαστικιάς του από δική του αμέλεια τον έχουν σημαδέψει και ο Θάνος έχει ξεπεράσει αυτά τα τραύματα από τη μια καλλιεργώντας μια επιλεκτική μνήμη (ή επιλεκτική αμνησία), από την άλλη με μια ψυχαναγκαστική προ σήλωση στη δουλειά και την επαγγελματική αναρρίχησή του. Πέρα από τις «αστοχίες υλικού» στην αρχή, για τις οποίες έκανα ήδη λόγο, το μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη θα κέρδιζε πολλά, ακόμα και στο καλό δεύτερο μισό του, αν ο συγγραφέας είχε αποφύγει τις σποραδικές, ανούσιες φιλολογικές φλυαρίες (ένα χοντρό παράδειγμα είναι ολόκληρη η σελίδα 168) και αν είχε χειριστεί με πειστικότερο τρόπο την επαναφορά της πρόσφατης μνήμης του Θάνου. Αλλά η κύρια ένστασή μου αφορά την αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο: αφηγητής είναι ο Θάνος και απευθύνεται, τυπικά, στην απούσα Ελπίδα. Το δεύτερο πρόσωπο είναι προβληματική επιλογή στη σύγχρονη λογοτεχνία. Κατάγεται από το επιστολικό μυθιστόρημα, έχει όμως μετεξελιχτεί σε μια τεχνική της «εις εαυτόν» αφήγησης. Σ΄ αυτή τη μορφή, το δεύτερο πρόσωπο είναι ουσιαστικά το πρώτο, αλλά υποτίθεται ότι ο αφηγητής αποστασιοποιείται έτσι από τον εαυτό του, προκειμένου να μιλήσει για δεδομένα της εξωτερικής κι εσωτερικής ζωής του που τα νιώθει ή θα ήθελε να τα νιώθει σαν ξένα. Δύσκολα μπορούμε όμως να φανταστούμε έναν διχασμένο εαυτό που ωστόσο παραμένει αδιάσπαστος, αφού τα δύο μέρη συνομιλούν σε τόσο οικείο επίπεδο και σε τόσο ομαλή γλώσσα. Επιπρόσθετα, το δεύτερο πρόσωπο είναι εντελώς ακατάλληλο για την προώθηση της εξωτερικής δράσης ενός μυθιστορήματος και βεβαιώνεται κανείς γι΄ αυτό διαβάζοντας το βιβλίο του Χατζημωυσιάδη.

Αν πάντως παρακάμψουμε όλα αυτά (που δεν είναι βέβαια ασήμαντα), ο Χατζημωυσιάδης κατορθώνει τελικά ν΄ αναδείξει το θέμα του. Η σταδιακή εξεικόνιση του χαρακτήρα του Θάνου και της σχέσης του με τον περίγυρό του είναι πολύ πετυχημένη. Και η μακρά συζήτησή του με τον προϊστάμενό του μάς προσφέρει τις πιο δυνατές, ίσως, σελίδες του μυθιστορήματος. Κατά ευτυχή συγκυρία, οι σελίδες αυτές είναι από τις τελευταίες, πράγμα που συμβάλλει όχι λίγο στο να κλείσει ο αναγνώστης το βιβλίο με θετική εντύπωση.