ΕΝΑΣ ΑΝΗΛΕΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΟΣ.
ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΙΣΚΟΣ. ΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ
ΣΕ ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ, ΠΟΥ Η ΤΥΧΗ, ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ Η
ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝΩ ΧΕΡΙ. ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΔΙΑΡΚΩΣ. ΘΡΙΛΕΡ
Τύχη, μοίρα, βούληση. Τρεις διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια ερώτηση: τι είναι αυτό που καθορίζει τις ανθρώπινες πράξεις; Η απάντηση φαίνεται απλή. Όμως ενσκήπτει κάτι, απρόοπτο πάντα, και οι βεβαιότητες πάνε περίπατο. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Αθάνατο κλισέ, που μας ξελασπώνει, όταν η καρτεσιανή λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά.

«Η αντίδραση στην εξαπάτηση είναι η περιφρόνηση· στην περιφρόνηση, το μίσος· στο μίσος, ο φόνος». Τάδε έφη Τζιάκομο Καζανόβα. Ο Μαρτίνες επιλέγει τη φράση ως μότο στο βιβλίο του. Θέμα: η τύχη, η μοίρα, το μίσος, η εκδίκηση. Ο Αργεντίνος συγγραφέας Γκιγέρμο Μαρτίνες κοντεύει τα πενήντα. Σπούδασε Μαθηματικά. Ζει στο Μπουένος Άιρες. Το μυθιστόρημά του Η ακολουθία της Οξφόρδης μεταφράστηκε σε δεκαπέντε γλώσσες.

Ο Γκιγέρμο Μαρτίνες παίζει με τις συμβάσεις του θρίλερ και του αστυνομικού γρίφου. Στο μυθιστόρημα Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ.,

το παιχνίδι της αφήγησης εδράζεται στις διαρκείς εναλλαγές της οπτικής γωνίας. Διαφορετικοί ήρωες προσλαμβάνουν και εκτιμούν τα συμβάντα διαφορετικά, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να αποκτά ρευστότητα, που αναδεικνύει περίτρανα τη σχετικότητα των πραγμάτων.

Ταλέντο

Η ιστορία έχει ως εξής: Η πάλαι ποτέ αξιοφάγωτη νεαρή Λουσιάνα, μια τολμηρή κι ανέμελη φοιτήτρια που εργαζόταν ως δακτυλογράφος για συγγραφείς, ένα εκλεκτό και περήφανο κορίτσι της μεσαίας τάξης της Αργεντινής, τηλεφωνεί αίφνης στον αφηγητή της ιστορίας. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένας συγγραφέας που πιστεύει ακράδαντα στη λογοτεχνική πρωτοπορία και φθονεί τα συγγραφικά επιτεύγματα. Η Λουσιάνα είχε συνεργαστεί μαζί του, πριν από δέκα χρόνια. Του την είχε συστήσει ο εκδότης του. Ήταν η επίσημη δακτυλογράφος του Κλόστερ, της ιερής αγελάδας του εκδοτικού οίκου.

Ο Κλόστερ, την εποχή εκείνη, δεν είχε κάνει το μεγάλο μπαμ στο ευρύ κοινό. Όμως «ξέραμε μέσα μας», εξομολογείται ο αφηγητής, «πως ήδη εδώ και καιρό (…) ήταν ο συγγραφέας που έπρεπε να πεθάνει. Από το πρώτο κιόλας βιβλίο ήταν υπερβολικά μεγάλος, υπερβολικά εξαιρετικός, υπερβολικά διάσημος. Ο αφηγητής ξεσκεπάζει με λιμαρισμένη ειρωνεία, σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου, τη μικροψυχία του σιναφιού απέναντι στον απαστράπτοντα συγγραφέα. Τους ενοχλούσε το ολοφάνερο ταλέντο του. Ο Κλόστερ λείπει στο εξωτερικό και ο εκδότης του βρίσκει την ευκαιρία να δανείσει τη δακτυλογράφο για ένα μήνα στον νεαρό συγγραφέα. Η ωραία Λουσιάνα δοκιμάζει παιχνίδια αποπλάνησης. Μάταια. Δέκα χρόνια μετά, η Λουσιάνα επανεμφανίζεται.

Κακοπαθημένη, πρόωρα γερασμένη, με έντονα σημάδια διαταραχής. Η τριαντάχρονη γυναίκα βρίσκεται στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης. Διηγείται στον αφηγητή μια απίθανη ιστορία μίσους και εκδίκησης.

Ο Κλόστερ φαίνεται πως προσπάθησε κάποια στιγμή να τη φιλήσει. Η Λουσιάνα αντέδρασε. Στη συνέχεια τα πράγματα πήγαν κατά διαόλου. Η καταθλιπτική σύζυγος του Κλόστερ ζήτησε διαζύγιο και η πολυαγαπημένη του κορούλα πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο Κλόστερ άλλαξε. Από ακριβοθώρητος συγγραφέας έγινε μόδα. Άρχισε να πουλάει εκατομμύρια αντίτυπα, τα ΜΜΕ τον λάτρεψαν.