Σήμερα το βράδυ σκέφτομαι να το τσικνίσω τηρώντας το πατροπαράδοτο έθιμο. Η τελευταία εβδομάδα που τρώμε κρέας, η επόμενη είναι η Τυρινή αν τα θυμάμαι καλά από το σχολείο και έπεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Νηστεία και προσευχή μέχρι την Ανάσταση επιτάσσει η θρησκεία και ειδικά φέτος συμφωνεί και με την τσέπη μας.

Τόσο που όταν βλέπω τα περιστέρια και τις δεκαοχτούρες να έχουν γίνει σαν αρνιά, φοβάμαι πως την επόμενη ώρα θα βράζουν σε καμιά κατσαρόλα. Είναι σίγουρο πως με έχει επηρεάσει η κινδυνολογία των τελευταίων ημερών, που είναι εντελώς ξένη με το κλίμα των κάθε λογής καρναβαλιστών.

Αυτών που επιμένουν να τσικνίσουν στα μπλόκα των αγροτών προς άγραν ψήφων. Αυτών που θα γλεντήσουν στα μπουζούκια κερνώντας ανάλογα τον εφοριακό, τον εισαγγελέα, τον βουλευτή και τον αστυνομικό. Το οινόπνευμα που θα ρέει άφθονο στα τραπέζια αναμένεται να ζεστάνει τις κρύες μέρες μας όμως φέτος αρνούμαι να μασήσω το κυρίως πιάτο. Αυτό που μού σερβίρουν τεχνηέντως ξαναζεσταμένο από τα πέρσι με μπόλικα καρυκεύματα. Δύο δράμια κολακεία, μισό φλιτζάνι παραμύθι και ημίωρη καθημερινή κινδυνολογία.

Η σαραντάρα σήμερα, κράζουν σαν μεταχρονολογημένες Ρίτες, ισούται με δύο εικοσάρες στην αγορά εργασίας, μία, όμως, ως προς τον μισθό και τη σύνταξή της. Αν θέλουν να γεμίσουν τα ασφαλιστικά ταμεία θάβοντάς μας ζωντανές σε μια σαραντάχρονη εξαρτημένη και παγωμένη εργασία, καλό είναι να ξαναμαγειρέψουν τη σούπα. Όταν βράζει το καζάνι και γουργουρίζει το στομάχι, δεν είναι δύσκολο να… γλιστρήσουν, φευ, κάποιοι και να πέσουν μέσα.