ΔΥΟ ΕΞΥΠΝΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΟΥΔΟΛΩΣ
ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ- ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΑΛΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΙΑ ΣΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΚΡΟΥΕΙΣ ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ 500
ΣΕΛΙΔΕΣ- ΕΧΕΙ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΗΣ ΤΖΙΛΙΑΝ ΦΛΙΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ
ΔΙΕΘΝΩΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ «ΑΙΧΜΗΡΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ»
H αφήγηση αρχίζει θεαματικά και σε εισάγει εξ αρχής στο πρώτο και βασικό εύρημα: μια λέσχη («Κλαμπ του Σκοτωμού»), όπου μαζεύονται διάφοροι ψωνισμένοι και ασχολούνται διεξοδικά με τελεσθέντα εγκλήματα, εν πολλοίς με στόχο την περαιτέρω διαλεύκανσή τους. Το άλλο εύρημα, σεβόμενος τους αναγνώστες, κρίνω ορθότερο- ευγενέστερο να μην το αποκαλύψω.

Βρισκόμαστε στο Κάνσας των ΗΠΑ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η Λίμπι Ντέι, κεντρικό πρόσωπο και (εν μέρει) αφηγήτρια, είναι μια τριαντάρα κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Όταν ήταν μικρή, δολοφονήθηκαν η μητέρα της και οι δυο αδελφές της στο σπίτι τους. Με τη συμβολή πρωτίστως της δικής της κατάθεσης, ενοχοποιήθηκε και καταδικάστηκε ο αδελφός της ο Μπεν: βρίσκεται στη φυλακή εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης. Η ίδια γλίτωσε από το μακελειό τρέχοντας να κρυφτεί έξω, ανάμεσα στα δένδρα- όπου διανυκτέρευσε, με αποτέλεσμα κρυοπαγήματα και τον μερικό ακρωτηριασμό ορισμένων δακτύλων της. Το δραματικό συμβάν σφράγισε τη Λίμπι, η οποία έζησε έως την ενηλικίωσή της με διάφορες θείες- εξ ων η τραχιά, τρυφερή λεσβιάζουσα Νταϊάν. Η τραυματική μνήμη την ακολουθεί και την παραλύει. Απλώς επιβιώνει: μέσα στην ένδεια, ανεπάγγελτη, μικρο-κλεπτομανής, σε σχεδόν μόνιμη κατάθλιψη. Τσαλακωμένη. Και αίφνης εμφανίζεται από το πουθενά ο Λάιλ. Δεν πρόκειται για πρίγκιπα του παραμυθιού- η συγγραφέας επιτυχώς αποφεύγει τέτοια κλισέ. Δεν έχουμε ουρανόπεμπτη ερωτική ιστορία. Ο εν λόγω μετεωρίτης την καλεί να επισκεφθεί ως γκεστ σταρ το «Κλαμπ του Σκοτωμού». Με το αζημίωτο. Πρόκειται για «έντιμη επαγγελματική πρόταση», ενώ τα 500 δολάρια που της τάζει είναι, στην κατάστασή της, σαφώς καλοδεχούμενα.

Αρχίζει έτσι ένα αλισβερίσι της Λίμπι με τον Λάιλ και την περίεργη αυτή λέσχη, όπου θα συναντήσει πρόσωπα (λ.χ. η Μάγκνα) που είναι, ούτως ειπείν, «φαν» του αδελφού της: πιστεύουν ακράδαντα ότι δεν διέπραξε αυτός τα ειδεχθή εγκλήματα που του καταμαρτυρούν. Με δέλεαρ διάφορα μικροποσά, αναλαμβάνει να «ξανανοίξει» μέσα της την υπόθεση, να εξερευνήσει τον «σκοτεινό τόπο» της μνήμης της, να θυμηθεί τι είδε και, κυρίως, τι άκουσε εκείνη τη μοιραία νύχτα. Και να επισκεφθεί, ύστερα από δύο ολόκληρες δεκαετίες, τον φυλακισμένο αδελφό της. Στη συνέχεια, με πενιχρό και φειδωλό «σπόνσορα» το Κλαμπ του Σκοτωμού, θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα του δράματος και δυνάμει υπόπτους. Έτσι η Λίμπι θα βρεθεί σε τρίτης διαλογής στριπτιζάδικα, για να μιλήσει σε μια κοπέλα που τότε, μικρή, είχε κατηγορήσει τον αδελφό της για κακοποίηση. Και θα οδηγήσει μέχρι την Οκλαχόμα, σε έναν σκουπιδότοπο τοξικών αποβλήτων, όπου διαμένει σε συνθήκες απόλυτου λούμπεν, ξεχαρβαλωμένος και ξεβρασμένος, ο πατέρας της.

Οι σατανιστές

Τα προαναφερόμενα είναι το «παρόν». Η Φλιν κάνει όμως και συνεχή φλας-μπακ στις αρχές Ιανουαρίου 1985, στην αποφράδα ημέρα των φόνων. Εδώ η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Μαθαίνουμε για τη φτωχική ζωή της οικογένειας στο υπερχρεωμένο αγρόκτημα που η Πατ, η μάνα της Λίμπι, κληρονόμησε από τους γονείς της. Για τον αχαΐρευτο μέθυσο πατέρα των παιδιών, που εμφανιζόταν κάθε τόσο όχι για να δώσει αλλά για να πάρει λεφτά. Για τις περίεργες συνήθειες και παρέες του μονήρους 16άρη Μπεν, που βρισκόταν σε συνεχή προστριβή με τη μάνα και τις αδελφές του και διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την αλλοπρόσαλλη Ντιόντρα: μεγαλύτερη και πλουσιότερη από αυτόν, η έξαλλη αυτή νέα, με τους γονείς της μονίμως απόντες, είχε μείνει μάλιστα έγκυος. Την παρακολουθούμε, μαζί με τον φιλαράκο της, ένα αντράκι ονόματι Τρέι, να παρασύρουν τον Μπεν σε παραισθησιογόνες ουσίες και σατανιστικές τελετές.