Η Τέτα είναι λίγο πάνω από τα τριάντα, φωτογράφος σε μια επαρχιακή πόλη. Ζει εδώ κι έξι χρόνια κάτω από την ίδια στέγη μ΄ έναν άνδρα, σε μια χωρίς γάμο συμβίωση που έχει γίνει προ πολλού συμβατική (γιατί υπάρχουν σήμερα και τέτοιες περιπτώσεις). Σ΄ ένα πάρτι, σαγηνεύεται από έναν πνευματώδη νεαρό μερικά χρόνια μικρότερό της, φωτογράφο κι αυτόν. Η έλξη είναι μάλιστα αμοιβαία. ΄Ερωτας με την πρώτη ματιά αμφοτέρωθεν. Η Τέτα έχει όμως αναστολές. Όχι ηθικές. Φοβάται απλώς μήπως το πάθος της την παρασύρει σε μια σχέση με αβέβαιο μέλλον, που θα βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια της έστω συμβατικής ζωής με τον σύντροφό της. ΄Ετσι, προσπαθεί να έχει «όλα τα μήλα»: φροντίζει να διατηρεί μια ερωτικά φορτισμένη επικοινωνία με τον νεαρό, κάνει σεξ μαζί του δυο-τρεις φορές, αλλά τον κρατάει σε απόσταση από την κανονική ζωή της, ουσιαστικά και από τον εαυτό της. Ο εραστής της όμως θέλει περισσότερα. Της ζητάει επίμονα να παρατήσει τον σύντροφό της και να μείνει μαζί του. Η Τέτα πανικοβάλλεται από το δίλημμα και αναβάλλει συνεχώς την απόφασή της. Ο εραστής, απογοητευμένος, φεύγει στην Αγγλία για να ξεχάσει, πράγμα που καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η Τέτα, με πληγωμένο τον εγωισμό της, υπόσχεται στον εαυτό της να ρισκάρει περισσότερο την επόμενη φορά που θα ερωτευτεί. Και μέχρι τότε αφήνεται στην κουρασμένη οικειότητα της συμβίωσης με τον «Καλό» της, όπως τον αποκαλεί. Τι μπορεί να βγάλει κανείς από μια τόσο κοινότοπη ιστορία; Πολλά και τίποτα. Εξαρτάται από τον τρόπο προσέγγισης. Στο περσινό μυθιστόρημά της ΄Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας η Αγγέλα Καστρινάκη διηγήθηκε μια παρόμοια ιστορία, δείχνοντας ότι στην εποχή μας το όνειρο ενός παθιασμένου, ρομαντικού έρωτα και η εξάρτηση από το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η αστική οικογενειακή ρουτίνα ειρωνεύονται το ένα το άλλο. Πριν από τρία χρόνια η Ελένη Γιαννακάκη, στο μυθιστόρημά της Τα χερουβείμ της μοκέτας , έβαλε την ηρωίδα της, μια σύγχρονη Ελληνίδα μικροαστή, να φτάνει ώς τον φόνο προκειμένου να προφυλάξει την οικογενειακή της ασφάλεια από τις «παρενέργειες» των εφήμερων εξωσυζυγικών περιπετειών της.
Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που έσωζε την ιστορία ήταν η πλάγια ματιά της συγγραφέως, η άρνησή της να υιοθετήσει την προοπτική της ηρωίδας της. Αλλά η Γιαννακάκη και η Καστρινάκη ανήκουν έτσι κι αλλιώς σε μια φουρνιά συγγραφέων που συνηθίζουν να τηρούν ειρωνική, κριτική απόσταση από τον εαυτό τους και τους ήρωές τους. Η Εύη Λαμπροπούλου, γεννημένη το 1968, δεκατρία χρόνια νεότερη από τη Γιαννακάκη κι επτά από την Καστρινάκη (όχι δηλαδή και τόσο πολλά), φαίνεται ν΄ απηχεί ευαισθησίες μιας τελείως διαφορετικής γενιάς. ΄Ενα ενδημικό φαινόμενο ανάμεσα στους συγγραφείς μας που είναι σήμερα γύρω στα σαράντα (και τους οποίους αποπειράθηκε κάποτε να συσπειρώσει το περιοδικό να ένα μήλο ) είναι ότι παίρνουν τον εαυτό τους πολύ, μα πολύ στα σοβαρά. Ευθυγραμμίζονται σε τέτοιον βαθμό με τους ήρωές τους, οι οποίοι δείχνουν άλλωστε φτιαγμένοι κατ΄ εικόνα και ομοίωσή τους, ώστε μας δίνεται η εντύπωση πως δεν αντιλαμβάνονται την κωμικότητα ή έστω τη σχετικότητα των καταστάσεων όπου τους οδηγούν οι παρορμήσεις τους.
Η Τέτα, η ηρωίδα του Όλα τα μήλα, παρουσιάζεται να βιώνει ένα δράμα σχεδόν ιψενικών διαστάσεων. Στην πραγματικότητα, θα είχε κάθε λόγο να γελάσει με τον εαυτό της, τουλάχιστον μετά τη διάλυση (παρά την επιθυμία της) του ερωτικού τριγώνου. Τόσο η ίδια όσο και ο εραστής της παίζουν χιλιοπαιγμένους ρόλους, και τους παίζουν άσχημα, με δραματοπάθεια και τουπέ. Η σχέση τους, όπως περιγράφεται στις σελίδες του βιβλίου, συνίσταται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από ανόητες, γεμάτες στόμφο συζητήσεις και ρευματοδοτείται από εξυπνακίστικες ατάκες, από εκείνες με τις οποίες φλερτάρουν οι έφηβοι. Αλλά και όταν παρακολουθούμε τις «βαθύτερες» σκέψεις τους- τις δικές της στη ροή της αφήγησης, τις δικές του σ΄ εμβόλιμα κεφάλαια με τίτλους όπως «Άμα μπορούσε να μπει στο μυαλό του θα έβλεπε ότι»- νιώθουμε σαν να μας κάλεσαν για κατάδυση σε μια πι σίνα με δυο δάχτυλα νερό. Ο έρωτας είναι φαντασίωση του έρωτα, το πάθος μίμηση πάθους, η στάση απέναντι στον άλλο επιτηδευμένη πόζα. Οι δύο εραστές παιδιαρίζουν με αφόρητο ναρκισσισμό, κι ας κάνουν «σκληρό» σεξ.
Η Τέτα δεν μπορεί όμως να γελάσει με τον εαυτό της. Γιατί στην πραγματικότητα, μόνο μ΄ αυτόν είναι ερωτευμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα τρία πρόσωπα του τριγώνου, που η πορεία του εξιστορείται σχεδόν αποκλειστικά από τη δική της σκοπιά, μόνον αυτή έχει όνομα. Ο εραστής της παραμένει ανώνυμος, ο μόνιμος, από καιρό πληκτικός σύντροφός της αναφέρεται πάντοτε ως ο «Καλός» της, ειρωνικά βέβαια. Ναι, δεν λείπει από την Τέτα η ειρωνεία. Μόνο που δεν τη στρέφει ποτέ κατά του εαυτού της. Ο έξω κόσμος, στον βαθμό που υπάρχει, υπάρχει για να επιβεβαιώνει την Τέτα. Ο κόσμος αυτός αντιπροσωπεύεται κυρίως από την ιδιόρρυθμη και αθυρόστομη, πολυαγαπημένη της γιαγιά, η οποία όχι μόνον επιδοκιμάζει χωρίς δεύτερη σκέψη το κεράτωμα του «Καλού» της εγγονής της, αλλά και φροντίζει- μ΄ ενάμισι πόδι στον τάφο- να της προμηθεύσει σέξι κιλοτάκια για τις μπερμπαντιές της!
Είναι κωμικά όλ΄ αυτά. Αλλά ούτε η Τέτα ούτε η δημιουργός της τα βλέπουν έτσι. Η Λαμπροπούλου «παθαίνει» όσο και η ηρωίδα της με τις πνευματώδεις, υποτίθεται, ατάκες του Εραστή, συγκινείται και η ίδια με τη σχέση συνωμοτικής τρυφερότητας ανάμεσα στη γιαγιά και την εγγονή, συμμερίζεται πλήρως την ιδέα που έχει η Τέτα για τον εαυτό της και τον έρωτά της. Ο υπότιτλος του βιβλίου (Lust Story = ιστορία λαγνείας) φαίνεται να παρηχεί και να παρωδεί το Love Story, αλλά εκ των υστέρων κρίνουμε ότι μάλλον έχει υπερθετική σημασία: λαγνεία είναι εδώ, στη φαντασία της συγγραφέως, ο έρωτας με όλη την αψάδα, τ΄ αγκάθια και τις γωνίες του, χωρίς σεμνοτυφίες και γλυκεράδες. Οι σπάνιες στιγμές όπου οι περιστάσεις γίνονται από μόνες τους ειρωνικές (όπως π.χ. όταν η Τέτα έρχεται σε οργασμό κάνοντας έρωτα με τον Καλό, γιατί φαντασιώνεται ότι το κάνει με τον Εραστή, ενώ λίγο αργότερα δεν μπορεί να έρθει σε οργασμό με τον Εραστή, γιατί σκέφτεται ότι λίγο πριν το έκανε με τον Καλό) δεν υπονομεύουν τη σοβαρότητα που αποδίδει η συγγραφέας στην κατάσταση, γιατί προορίζονται να στηρίξουν τον ψυχολογικό ρεαλισμό της περιγραφής.
Είχα γράψει παλιότερα, αναφερόμενος στο προηγούμενο βιβλίο της Λαμπροπούλου, το μυθιστόρημα Σχεδόν σούπερ, ότι πίσω από την προκλητική φρασεολογία, τη σεξουαλική επιθετικότητα και τον κυνισμό μιλάει ένα κορίτσι με πολύ συμβατικές, συντηρητικές επιθυμίες. Το Όλα τα μήλα δεν μου δίνει λαβή να μετακινηθώ από αυτή την εκτίμηση. Μήπως όμως θ΄ αποτελούσε παρηγοριά, αν όχι και αντεπιχείρημα για τη συγγραφέα το ότι η στάση της αυτή δεν είναι καθόλου περιθωριακή, ίσως ούτε καν μειοψηφική ανάμεσα στις λογοτεχνικές εκπροσώπους της γενιάς της;
