ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΡΟΥΚΟΥΝΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΣΑΝ
ΝΑ ΑΚΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΕΥΡΥΜΑΘΗ, ΠΝΕΥΜΑΤΩΔΗ ΚΥΡΙΟ
ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΕΜΕΣΑΙ
ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΤΟΥ. (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΛΛΙΣΤΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ
ΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΤΙΘΕΤΟ: ΝΑ ΥΦΙΣΤΑΣΑΙ ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΕΣ
ΦΛΥΑΡΙΕΣ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΩΙΚΑ ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ
ΜΠΕΙ ΤΕΛΕΙΑ- ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕΤΑ ΠΑΥΛΑΣ)
Ο Εμμανουήλ Ρούκουνας είναι λοιπόν ένα είδος ακαδημαϊκότροπης Σεχραζάντ (άνευ χαλίφη, υποθέτω): στην πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου αναφέρεται άλλωστε στις Χίλιες και μία νύχτες, σημειώνοντας ότι κανείς φίλος δεν τον προέτρεψε να γράψει όλα αυτά- κάτι που δυσκολεύομαι να πιστέψω, μοιάζει όντως παραμύθι.

Το βιβλίο χωρίζεται ανισομερώς σε τέσσερις ενότητες: Ζαγαζίκ, Αλεξάνδρεια, Κίνημα Μέσης Ανατολής, Ένας άλλος περίπλους της Αιγύπτου. Τα δύο πρώτα μέρη, κατ΄ εξοχήν αυτοβιογραφικά, είναι ωραιότατα.

Γεννημένος το 1933 στην Αίγυπτο, ο συγγραφέας έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ζαγαζίκ (κωμόπολη τότε, μεγαλούπολη τώρα), σε ένα εξόχως πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Έλληνες, Άραβες, Ιταλοί, Άγγλοι, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλες εθνικότητες ζούσαν εκεί, στις όχθες του Νείλου, δίπλα δίπλα. Η ελληνική παροικία ήκμαζε τότε στο Ζαγαζίκ, όπως και αλλού στην Αίγυπτο: εκκλησίες, μεγάλο σύγχρονο σχολείο (με εργαστήριο χημείας!), καφενεία κ.ά. Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν φαρμακοποιός – ωραίες οι περιγραφές του φαρμακείου ως τόπου συνάντησης και συζητήσεων.

Η αφήγηση γίνεται σε ενεστώτα χρόνο, συμβάλλοντας στην αμεσότητα και ζωντάνια του κειμένου, που κυριολεκτικά σε μεταφέρει στη μακρινή εποχή τού εκεί Μεσοπολέμου. Ο Αιγύπτιος μπαρμπέρης (Coiffure de Ρaris), που έχει και βδέλλες για τυχόν αφαιμάξεις, οι δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί, η γενικευμένη νωχέλεια του Ραμαζανιού, που το δειλινό διακόπτεται με ένα κανόνι και αρχίζει το φαγοπότι, όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι στο τραπέζι- δεν μπορείς να αρνηθείς. Το σχολείο στην απέναντι όχθη του Νείλου, με τις πρασιές όπου οι μαθητές διδάσκονταν να καλλιεργούν λουλούδια και λαχανικά. Ο τσιγκούνης πρόεδρος της εύπορης ελληνικής κοινότητας και ο ισόβιος γραμματεύς, που στα 75 του αρχίζει να μαθαίνει την αγγλικήν, «γλώσσα του μέλλοντος». Ο αυτοδίδακτος υδραυλικός που ξαποστέλνει τον πλούσιο πελάτη διότι του μοιάζει τζαναμπέτης αλλά εξυπηρετεί δωρεάν κάποιον άλλο διότι του αρέσει η φάτσα του. Οι αφιλοκερδείς ιατροί, Έλληνες ή «Ελληνίζοντες», και η Γερμανίδα συνάδελφός τους- καταξιωμένη χειρουργός, δεινή ιππεύτρια, «ελευθερογνώμων», άθρησκος. Ναργιλέδες, χασίσι, χορός της κοιλιάς, καμπαρέ, σινεμά με τρεις κατηγορίες θέσεων και επιστάτη με μαστίγιο. «Η προβολή έχει αρχίσει κι εσείς μιλάτε για “μπαζιλιά και κουκουέντες”», παραπονιέται ο Βολφ στους Έλληνες πάροικους· και τους πείθει να αφήσουν την ατέρμονη πολιτικολογία για να δουν την ακριβή καλή ταινία που έφερε. Στο θερινό σινεμά, δίπλα στον Νείλο, οι θεατές τυχαίνει να πρέπει να φύγουν άρον άρον, όταν πλημμυρίζει το ποτάμι!

Σε ένα από τα πολλά υποκεφάλαια, ο συγγραφέας, διολισθαίνοντας με χάρη, ξαναβρίσκει πρόσκαιρα την ιδιότητα του νομομαθούς· και αρχίζει να μας μιλάει για τις διομολογήσεις και τα «Μεικτά Δικαστήρια» που εκδίκαζαν διαφορές ανάμεσα σε ξένους διαφόρων ιθαγενειών ή σε ξένους και Αιγυπτίους, αποτελώντας, όπως λέει, παγκόσμια πρωτοτυπία (και ανωμαλία). Ο Ρούκουνας αναφέρεται αρκετά στον άδοξο, όσο και προβλέψιμο, τερματισμό της ξένης παρουσίας στην Αίγυπτο, δείχνοντας συμπάθεια και κατανόηση στο αντιαποικιακό κίνημα.

Ο «οφθαλμός»

Το κομμάτι για την Αλεξάνδρεια, όπου ο Ρούκουνας πήγε Γυμνάσιο, μιλάει για την Ιστορία και τον μύθο της πόλης, που ήκμασε από τον 19ο αιώνα χάρη στον εκσυγχρονιστή Μωχάμετ Άλυ, ο οποίος είδε την ανάγκη ενός «οφθαλμού στη Μεσόγειο». Αναφέρεται σε πλήθος συγγραφέων, καλλιτεχνών, διανοουμένων, Ελλήνων και ξένων, που συνδέθηκαν με την πόλη- χωνευτήρι, πλάθοντας την εικόνα της. Αποτίνει φόρο τιμής σε ορισμένους αφοσιωμένους καθηγητές του, αλλά και διακωμωδεί πομπώδεις πληκτικούς λόγους που εκφωνούσαν διάφοροι εξ Ελλάδος επισκέπτες. Ως προς την ελληνική παροικία, με τον μικρό κύκλο των πλουσίων και την πολυπληθή φτωχολογιά, μνημονεύει μάλιστα τις εντυπώσεις του Βρετανού συγγραφέα Φόρστερ: «Βρώμικοι, άξεστοι, διεστραμμένοι, πλάνητες του ελληνικού και βυζαντινού ονείρου, βράζουν πνευματικά, έχουν οίστρο και τελικά σε κάνουν να αλλάξεις γνώμη γι΄ αυτούς».

Στη συνέχεια, έχοντας επίγνωση ότι κινείται σε ακόμη φορτισμένο ιδεολογικοπολιτικό ναρκοπέδιο, ο συγγραφέας κάνει μια κατατοπιστική και νηφάλια επισκόπηση της κατάστασης στη διάρκεια του πολέμου και του κινήματος της Μέσης Ανατολής: αποδίδει πολλές ευθύνες στους Βρετανούς που επέμεναν να στηρίζουν τη μοναρχία και στις καθυστερήσεις- άστοχες ενέργειες της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Τονίζει ότι ο Ελληνισμός της Αιγύπτου ήταν δημοκρατικών – αντιμοναρχικών πεποιθήσεων και επιφυλακτικός ως προς την επίσημη ελληνική πολιτεία. (Θα επιθυμούσα εδώ περισσότερα για το πώς εισέπραξε- βίωσε η παροικία τον διχασμό και τον εμφύλιο).

Εμμανουήλ Ρούκουνας

ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΝΕΡΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝΑΙΓΥΠΤΟ

ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2009, 233 ΣΕΛΙΔΕΣ