«Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΖΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ, ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΜΙΣΘΟ
ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟ. ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ. ΟΠΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΜΟΝΟΝ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ, ΚΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, Ν΄ ΑΚΟΥΝΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΝΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ».
Aυτά αναφέρει στο προοίμιο του βιβλίου τουΗ ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπροο Ελληνοκύπριος κοινωνικός ανθρωπολόγος, αναπληρωτής καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Γιάννης Παπαδάκης.

Με αυτά τα φαντάσματα, τα φαντάσματα του παρόντος και του παρελθόντος της Κύπρου, επιχειρεί ακριβώς να συνομιλήσει ο συγγραφέας. Το βιβλίο του αποτυπώνει τη θαρραλέα («ασεβή» ίσως για άλλους) προσπάθεια ενός ερευνητή να σηκώσει το κεφάλι του απέναντι στους νεκρούς, ν΄ αναμετρηθεί με τις προσταγές τους, να τις κατανοήσει αλλά και να τις αμφισβητήσει. Αυτή η «ασέβεια» απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες που δομούν τις σύγχρονες ταυτότητες στις δύο πλευρές της διαιρεμένης Κύπρου, είναι εξάλλου και το στοιχείο που καθιστά το βιβλίο αυτό τόσο διαφορετικό και τόσο ενδιαφέρον.

Η προσέγγιση του Παπαδάκη είναι καθαρά ανθρωπολογική, με μια ίσως ιδιοτυπία: ο συγγραφέας αποτελεί ταυτόχρονα υποκείμενο, αλλά και αντικείμενο της έρευνας. Αυτό προσδίδει στο έργο του έναν διπλό χαρακτήρα: από τη μια, αποτελεί μια επιστημονική διατριβή για τη σύγχρονη ιστορία και τη σημερινή κατάσταση της Κύπρου, από την άλλη, είναι ένα βιβλίο σχεδόν αυτοβιογραφικό. Για την ακρίβεια, η αυτοβιογραφική διάσταση αναδεικνύεται σταδιακά. Όσο ο συγγραφέας προχωρά στην έρευνά του τόσο προβαίνει σε μια κριτική θέαση του εαυτού του, αντιλαμβανόμενος σταδιακά πως αποτελεί κι ο ίδιος προϊόν των κα ταστάσεων που μελετά. Είναι ξεκάθαρη, εξάλλου, η διπλή πρόθεση του Παπαδάκη. Αφενός, να επιτρέψει την ταύτιση του αναγνώστη με τα λόγια των πρωταγωνιστών και με τις ιστορίες που περιγράφονται στο βιβλίο. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι αφηγήσεις-μαρτυρίες παρατίθενται στην κυπριακή διάλεκτο (με επεξηγηματικές αγκύλες, για την πλήρη κατανόηση από το ελληνικό κοινό). Αφετέρου, να προκαλέσει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη απ΄ ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε δεδομένο και αδιαμφισβήτητα αληθές.

Ευρύτερο κοινό

Το γενικότερο ύφος του βιβλίου δηλώνει, επιπλέον, την προσπάθεια του συγγραφέα ν΄ απλοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται την επιστημονική γλώσσα, για να καταστήσει το έργο του προσιτό σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό. Παρ΄ όλο, λοιπόν, που το βιβλίο είναι επιστημονικό (στηρίζεται μάλιστα στα αποτελέσματα της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα), διαβάζεται σχεδόν σαν ένα μυθιστόρημα. Αξιοπρόσεχτο, για ένα βιβλίο του είδους, είναι επίσης και το γεγονός ότι επιστρατεύει συχνά το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό για να περιγράψει καταστάσεις που για χρόνια εγκλωβίζονταν υπό το βάρος ενός «ενδύματος σοβαρότητας», το οποίο και εμπόδιζε την οποιαδήποτε κριτική διάθεση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, «ο λόγος για το Κυπριακό έπρεπε να συνοδεύεται από πικρά δάκρυα. Το χαμόγελο, πόσο μάλλον ο αυτοσαρκασμός, ήταν απολύτως ανάρμοστη εκδήλωση» (σ.

264).

Αν κρίνουμε μόνο από τις πωλήσεις της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, το εγχείρημα του Παπαδάκη φαίνεται επιτυχημένο. Όντως, το βιβλίο, αν και εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (Τauris, 2005), αποτελεί ήδη ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα για την Κύπρο. Είναι ευτύχημα λοιπόν που μεταφράστηκε και κυκλοφορεί επιτέλους και στα ελληνικά. Επιπλέον, η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοσή του στα τουρκικά το καθιστά ένα από τα σπάνια βιβλία του είδους, που υπάρχουν και στις τρεις γλώσσες.