Η υπόθεση Παυλίδη επανέφερε στην επικαιρότητα το αγαπημένο θέμα των τηλεοπτικών δημοσιογράφων: τη διαφθορά.

Η πολιτική διαφθορά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ούτε φαινόμενο των υπό ανάπτυξη χωρών. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, και οι πιο ώριμες των Δημοκρατιών υποφέρουν από αυτό. Διαψεύστηκε έτσι η θέση ότι η υποχώρηση του κράτους (λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών) θα οδηγούσε στην εξασθένηση της πολιτικής διαφθοράς. Αντιθέτως, η διασπορά των δημόσιων εξουσιών, οι πολλές ιδιωτικοποιήσεις και ο πολλαπλασιασμός των συμπράξεων ιδιωτικού- δημόσιου τομέα δημιούργησαν μια νέα δομή ευκαιριών για την κατάχρηση δημόσιας εμπιστοσύνης προς όφελος ιδιωτικού συμφέροντος. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος ως ποιοτικά και άνευ όρων υπέρτερου από κάθε άλλο συμφέρον απωλέσθη.

Στη Δυτική Ευρώπη, η πρωτοπορία της χώρας μας στο θέμα της πολιτικής διαφθοράς είναι αδιαμφισβήτητη. Το καθεστώς της διαφθοράς έχει επιβληθεί ως αυτονόητο, ως μια «κανονική» κατάσταση πραγμάτων (ακόμη και στα μάτια εκείνων που δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από αυτήν). Η διαφθορά και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτήν (αναποτελεσματικότητα, αναξιοκρατία) αναπαράγονται από γενιά σε γενιά και από οικογένεια σε οικογένεια. Συγκροτούν, έτσι, έναν άτυπο αλλά πανίσχυρο κώδικα λειτουργίας, κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό, που διέπει τη συμπεριφορά των «από κάτω» και τη δράση των «από επάνω». Στο κέντρο αυτής της ευρείας αποδοχής βρίσκεται η πολιτική και κοινωνική υποκρισία, ο δυϊσμός ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη. Ένας λαός που, κατά τα άλλα, αρέσκεται στο να κατανοεί την ταυτότητά του στη βάση ενός «αντιστασιακού» φαντασιακού και στη βάση της ιδέας της «ντομπροσύνης», ζει καθημερινά με το μεγάλο ψέμα του («η διαφθορά είναι οι άλλοι»). Βέβαια, η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος από αυτούς που το υπονομεύουν και της νομιμότητας από αυτούς που δεν την τηρούν ήταν πάντα ένα ενδιαφέρον θέμα- και θέαμα. Στη χώρα μας όμως, έχει πάρει μορφή πνευματικής πλημμυρίδας, διαπερνάει κάθε κύτταρο του κοινωνικού ιστού, έχει επιβληθεί ως κυρίαρχο στυλ του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.

Έτσι, κόμματα που έχουν συμβάλει καθοριστικά στην κακοδιοίκηση του ελληνικού κράτους κατακεραυνώνουν τον αντίπαλο γιατί δεν έχει υιοθετήσει τον βεμπεριανό ιδεότυπο κρατικής οργάνωσης. Δημοσιογράφοι, που έχουν πλήρως υποτάξει την ενημέρωση στην αρχή της θεαματικότητας, υποδεικνύουν, με την οργή και ορμή νεοφώτιστων εφήβων, τις ηθικές αμέλειες των πολιτικών. Επιχειρηματίες, που χρησιμοποίησαν συστηματικά την κρατική εύνοια για τον προσπορισμό κέρδους, καταγγέλλουν την εποπτεία των αγορών ως επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον. Πανεπιστημιακοί που με τη δράση και τη δουλειά τους απαξιώνουν καθημερινά το δημόσιο πανεπιστήμιο πρωτοστατούν στους αγώνες για την υπεράσπιση του «δημόσιου» χώρου. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Βέβαια, οι οπαδοί της αξιοκρατίας, του επαγγελματισμού και της ισχυρής εργασιακής ηθικής (είτε ανήκουν στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα) δεν είναι λίγοι στην Ελλάδα. Έχουν όμως αποτύχει πολιτικά, κοινωνικά, αλλά και πνευματικά. Έχουν ηττηθεί. Μαζί τους έχει ηττηθεί και το δημόσιο συμφέρον, αλλά και η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σήμερα ζούμε παγκοσμίως την κατάρρευση της ιδεολογίας των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Στην Ελλάδα, όμως, οι κρατικοί θεσμοί και η κρατική παρέμβαση εμφανίζονται εξίσου απαξιωμένοι. Έναδεύτερηςτάξηςκράτος (Ρarker)- ελάχιστα ικανό να επιτελέσει σωστά τις παραδοσιακές του λειτουργίες- αποτελεί εμπόδιο στις πολιτικές οικονομικής και ηθικής ανασύνταξης της χώρας. Αποτελεί εμπόδιο, επίσης, στις πολιτικές διαμόρφωσης μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στην αυτορρύθμιση των αγορών και στη δημόσια ρύθμιση.

Μόνον η ηγεσία έχει τη δύναμη να σπάσει τον φαύλο κύκλο, όχι οι «σκόρπιοι» πολίτες που παλεύουν και ενάντια στη διαφθορά των «κάτω» (δηλαδή των διπλανών τους) και ενάντια στη διαφθορά των «πάνω».

Ποια όμως ηγεσία; Η Αριστερά, θεωρητικά, με δεδομένη τη μη συμμετοχή της στην συγκρότηση του πελατειακού κράτους, θα είχε συμφέρον να βρίσκεται στην πρωτοπορία. Θα είχε συμφέρον και για έναν άλλο λόγο, πιο σημαντικό: διότι θέτει το κράτος (όχι την αγορά) στο κέντρο του πολιτικού της προτάγματος. Ωστόσο, η σημερινή Αριστερά, δέσμια μιας φοβικής αμυντικής αντίληψης (η κριτική της αναποτελεσματικότητας του κράτους υπήρξε κεντρικό θέμα του κάποτε ανερχόμενου νεοφιλελευθερισμού), αλλά και μιας απλοϊκής μαρξιστικής προσέγγισης (το κράτος στον καπιταλισμό εκφράζει έτσι και αλλιώς το συμφέρον του συλλογικού καπιταλιστή), αντιμετωπίζει το πρόβλημα ως δευτερεύον. Η Αριστερά είναι υπεράνω. Το ΠΑΣΟΚ, υπόλογο το ίδιο (μαζί με τη Ν.Δ.) για τη νοσηρότητα του κρατικού μηχανισμού, έχει ξαναδώσει την υπόσχεση. Θα πρέπει, εάν εκλεγεί, να υπερβεί τον εαυτό του και την ιστορία του. Στην πολιτική τίποτε δεν αποκλείεται, δεν θα ήταν όμως σώφρον να στοιχηματίσει κανείς σε μια τέτοια προοπτική.

Ο κρατικός μηχανισμός και οι σχέσεις που διαμορφώνει με τα, οργανωμένα και μη, συμφέροντα (συνδικαλιστικά, εργοδοτικά κ.λπ.) βρίσκονται στη βάση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του μοντέλου κοινωνικής πολιτικής μιας χώρας. Το ερώτημα «τι κράτος έχουμε» δεν είναι συνεπώς ηθικό. Είναι κοινωνικό και πολιτικό.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ

Στην Ελλάδα το καθεστώς της διαφθοράς έχει επιβληθεί ως αυτονόητο, ως μια «κανονική» κατάσταση πραγμάτων