Το φαινόμενο, λένε, είναι πρωτόγνωρο. Πράγματι, κάτω από τη μύτη της πολυάσχολης κοινωνίας συντελέστηκε μια αλλαγή που μοιάζει με παραμόρφωση μιας ηλικίας και μιας γενιάς. Μέχρι χθες κυκλοφορούσαν δίπλα μας παιδιά με σακίδια στους ώμους, με κουκούλες ριγμένες στην πλάτη, πήγαιναν σχολείο, έξαιναν το μαλλί προτού να βγουν για την καφετέρια. Ήταν δεμένα πάνω στον άξονα: υποχρεωτική εκπαίδευση- υποχρεωτική διασκέδαση, όπως ήταν δεμένοι και οι γονείς τους σ΄ έναν άλλον άξονα όπου τη θέση της εκπαίδευσης είχε πάρει η δουλειά. Μικροί και μεγάλοι σπούδαζαν, εργάζονταν και διασκέδαζαν με μισή καρδιά.

Ώσπου ήρθε η έκρηξη με αφορμή έναν πυροβολισμό. Δεν το πίστευαν οι πρεσβύτεροι ότι η πόλη θα δεχόταν από τους βλαστούς τους τέτοια επίθεση. Νόμιζαν ότι οι ορδές των μαθητών θα διαλύονταν σύντομα. Αλλά εκείνοι επέμειναν. Άρχισε να γίνεται φανερό ότι για πρώτη φορά ήθελαν κάτι να φωνάξουν δυνατά κι απ΄ τη φωνή τους να σπάσουν τα τζάμια. Το παράξενο ήταν ότι δεν ήταν έτοιμο μέσα τους το τι θα φώναζαν, και τα λίγα συνθήματα σχηματίστηκαν με κόπο.

Παρ΄ όλα αυτά υπήρξαν συνέπειες. Αυτά τα αρυτίδωτα πρόσωπα όπου ακόμη και η οργή δυσκολεύεται να αφήσει τα ίχνη της, αυτά τα στόματα που εκτοξεύουν τη βρισιά μασουλώντας ταυτόχρονα την τσίχλα, αυτοί οι άγουροι που ψάχνουν να βρουν την αιτία της εξέγερσής τους και που εξακολουθούν να ονομάζουν τη διαδήλωση «πάρτι» στους δρόμους, αυτοί οι μικροί βαριεστημένοι που ανακαλύπτουν πως μπορούν να διονυσιαστούν με θυμιατά από καμένα λάστιχα και να μεθύσουν βλέποντας τους εαυτούς τους στο γυαλί της τηλεόρασης, αυτά τα χοροπηδητά σαν των καλικαντζάρων παραμονές εορτών κατάφεραν να προκαλέσουν κοινωνικό και πολιτικό σοκ. Γιατί απλούστατα ο αριθμός των αθώων δαιμόνων αυξήθηκε. Και γιατί απέναντι στις εφηβικές διαμαρτυρίες τους η κοινωνία των ενηλίκων αποδείχθηκε πολύ πιο ανώριμη απ΄ αυτούς. Απέτυχε να τους προτείνει αξίες που θα ήταν ικανές να τους συνεγείρουν ή τουλάχιστον να τους συμφιλιώσουν με την ιδέα της προσπάθειας, του ιδρώτα που κάποτε ανταμείβεται.

Τι τους πρότειναν, αλήθεια; Μια προοπτική στο βάθος της οποίας παραμόνευε το τέρας. Ο Μινώταυρος που καταβροχθίζει τα νιάτα τους περίμενε, πελώριος, ανυπόμονος, διπρόσωπος. Το ένα του πρόσωπο ήταν της επιτυχίας, το άλλο της φτώχειας. Το ένα είχε ένα χαμόγελο κομμένο με ξυράφι, το άλλο έναν μορφασμό πικρίας. Από πολύ νωρίς κατάλαβαν τα υποψήφια θύματα ότι είτε στον έναν δρόμο βρεθούν είτε στον άλλον, στο τέλος στο ίδιο περίπου σημείο θα καταλήξουν.

Η ανθρώπινη ζωή κινείται ανάμεσα στα βάσανα και στην ανία, είχε πει ένας μελαγχολικός φιλόσοφος. Στην περίπτωση της φτώχειας ο νέος ξέρει ότι θα πέσει στα βάσανα. Καλύτερα λοιπόν η ανία μέσα στην επιτυχία; Αλλά το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ανία που σκιάζει το χρυσό όνειρο, είναι το γεγονός ότι η επιτυχία έγινε η ίδια βάσανο. Το βλέπουν ξεκάθαρα οι μικροί το πόσο άγχος φορτώνονται εκείνοι που σήμερα ζητάνε να κατακτήσουν τον κόσμο, δηλαδή να τον βάλουν στην τσέπη τους. Πρόκειται για ζήλο χωρίς έξαρση, για έναν πόθο που του λείπει ο ορίζοντας. Δεν λέγεται φιλοδοξία αυτό, λέγεται ματαιοδοξία. Έτσι θα έπρεπε να απαντήσουν οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι πολιτικοί, όταν τους ρωτάει η νέα γενιά τι σημαίνει να κουρδίζεται κάποιος για τέτοιους στόχους.

Τους απαντούν όμως με μισόλογα. Δεν τους λένε ότι όποιος επιδιώκει πάση θυσία να πλουτίσει ή πάση θυσία να κυριαρχήσει στους άλλους αναγκαστικά το πληρώνει με τη μοναξιά που φέρνει καχυποψία και μ΄ έναν φόβο που δεν θεραπεύεται ποτέ. Τον φόβο ότι εάν του αφαιρεθούν ακόμη και λίγα απ΄ αυτά που κατέχει θα πέσει στο τίποτα, δεν θα είναι παρά ένα ανθρώπινο μηδενικό. Ο θρόνος του άπληστου Μινώταυρου θα τρέμει πάντα, δεν θα είναι ποτέ σταθερός. Δεν το λένε αυτό στους μικρούς κι εκείνοι εκσφενδονίζουν πέτρες και βάζουν φωτιές για να τους το πουν. Μαντεύουμε τώρα τι ήταν αυτή η εξέγερση. Μια πίεση ώστε να αποσπαστεί μια ομολογία.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΑΝΩΡΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Απέναντι στις εφηβικές διαμαρτυρίες η κοινωνία των ενηλίκων αποδείχθηκε πολύ πιο ανώριμη απ΄ αυτούς