Στα σούπερ μάρκετ ψαρεύουν τα κέρδη τους οι ελληνικές εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών. Τα ψάρια με… ονοματεπώνυμο είναι η νέα τάση στην αγορά και οι επιχειρήσεις του κλάδου επιχειρούν άνοιγμα στις λιανεμπορικές αλυσίδες τροφίμων όπου κάνουν τα ψώνια τους οι περισσότεροι καταναλωτές.


Το πρώτο βήμα είχε γίνει πριν από μία διετία, όταν στους πάγκους των ψαράδικων στα σούπερ μάρκετ πωλούνταν τσιπούρες και λαβράκια ιχθυοκαλλιέργειας. Σήμερα οι εταιρείες κάνουν ένα βήμα παραπέρα τυποποιώντας σε ειδικές συσκευασίες τα προϊόντα τους, αποκτώντας έτσι παρουσία σε περισσότερα σημεία πώλησης, πέραν των μεγάλων σούπερ μάρκετ όπου μπορούσε κανείς να τα βρει.

Αν και ακόμη το ποσοστό των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας που καταναλώνουν οι Έλληνες είναι περιορισμένο, η κίνηση αυτή αναμένεται να αυξήσει το πελατολόγιό τους. Η αρχή έχει γίνει με τη συνεργασία της αλυσίδας ΑΒ Βασιλόπουλος και της εταιρείας Νηρέας για τη διάθεση από τα ράφια της αλυσίδας επώνυμων

ΤΟ «ΑΝΟΙΓΜΑ»

Οι εταιρείες τυποποιούν σε ειδικές συσκευασίες τα προϊόντα τους, αποκτώντας έτσι παρουσία σε περισσότερα σημεία πώλησης

ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας. Ανάλογες συνεργασίες αναζητά και η εταιρεία ιχθυοκαλλιεργειών Σελόντα, ενώ τόσο στα καταστήματα των αλυσίδων Carrefour και Βερόπουλος όσο και στα ιχθυοπωλεία διατίθενται ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας.

Σήμερα οι Έλληνες καταναλώνουν συνολικά 30.000 τόνους ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, που αντιστοιχούν μόλις στο 5% της συνολικής κατανάλωσης ψαριών στην Ελλάδα. Ο λόγος που η τσιπούρα και το λαβράκι- τα σημαντικότερα προϊόντα των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών- έχουν σχετικά μικρή κατανάλωση στη χώρα μας, όπως λένε άνθρωποι της αγοράς, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν σε αφθονία στα νερά του Αιγαίου τα μικρά μεσογειακά ψάρια όπως οι σαρδέλες, οι γόπες, οι κολιοί και οι μαρίδες, στα οποία δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση οι Έλληνες αφού πωλούνται σε προσιτές τιμές.

Όμως οι χαμηλές τιμές αλλά και η ποιότητα που έχουν τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας τα κάνουν πλέον ανταγωνιστικά των αντίστοιχων της ανοιχτής θαλάσσης, τα οποία είναι σημαντικά ακριβότερα. Έτσι, ενώ η τσιπούρα ιχθυοκαλλιέργειας κοστίζει από 5,5 έως 7 ευρώ το κιλό, η τιμή εκείνης της ανοιχτής θαλάσσης κυμαίνεται γύρω στα 35 ευρώ το κιλό. Ανάλογα μεγάλες είναι οι διαφορές στις τιμές και σε άλλα είδη ψαριών: Το λαβράκι της ιχθυοκαλλιέργειας κοστίζει γύρω στα 8 ευρώ το κιλό, έναντι περίπου 20-25 ευρώ που κοστίζει αυτό της ανοικτής θαλάσσης. Όσο για το φαγκρί ιχθυοκαλλιέργειας (παράγονται μικρές ποσότητες), κοστίζει λόγω της μικρής προσφοράς γύρω στα 20 ευρώ το κιλό, έναντι 40 ευρώ της ανοιχτής θαλάσσης. Στην Ελλάδα εκτρέφονται και πωλούνται επίσης γλώσσες και μυτάκια.

Σύμφωνα με τον κ. Αριστείδη Μπελλέ, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Νηρεύς και του Συνδέσμου Ελληνικών Ιχθυοκαλλιεργειών, «το ψάρι της ιχθυοκαλλιέργειας πλεονεκτεί έναντι του αντίστοιχου της ανοικτής θάλασσας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τρόπο του ψαρέματος». Στα δίχτυα το ψάρι μένει αρκετές ώρες μέχρι να περάσει σε συνθήκες ψύξης, ενώ στην ιχθυοκαλλιεργητική μονάδα το ψάρι πεθαίνει με παγοσόκ, που σημαίνει ότι ο χρόνος που μεσολαβεί από το ψάρεμά του μέχρι και την κατάψυξή του δεν ξεπερνά το ένα λεπτό. Κατά συνέπεια, η φρεσκάδα του ψαριού της ιχθυοκαλλιέργειας είναι εγγυημένη.

Πρωταθλητές στην παραγωγή

Πάντως, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες καταναλωτές δεν είναι, σε αντίθεση με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, φανατικοί οπαδοί ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, οι ιχθυοπαραγωγοί της χώρας- ο Νηρέας, η Σελόντα, η Ανδρομέδα, οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες, ο Δίας και πολλές δεκάδες άλλες μεσαίες και μικρές ελληνικές ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες- είναι πρωταθλητές Ευρώπης στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού. Οι ελληνικές εταιρείες παράγουν το 48% του συνόλου της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κατηγορία των ψαριών αυτών.

Εθνικά προϊόντα

Για την Ελλάδα ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς κατέχει πανευρωπαϊκά την πρώτη θέση, αποτελεί τον δεύτερο εξαγωγικό κλάδο, αντιπροσωπεύει το 48% της κοινοτικής παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι και απασχολεί περισσότερα από 9.000 άτομα. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), η συμβολή του κλάδου των θαλασσοκαλλιεργειών στην εθνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική, με την τσιπούρα και το λαβράκι να αποτελούν πλέον εθνικά προϊόντα με μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό. Ο τζίρος των πωλήσεων των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται στα 460 εκατ. ευρώ ετησίως.

Οι μεγάλοι όμιλοι

Σε ελληνικά χέρια βρίσκεται το 54% της παγκόσμιας παραγωγής των μεσογειακών ψαριών τσιπούρας και λαβρακιού που παράγονται σε ιχθυοκαλλιεργητικές φάρμες. Το 2007 η συνολική ελληνική παραγωγή ανήλθε στους 120.000 τόνους, από τους οποίους οι 61,5 χιλιάδες τόνοι παρήχθησαν από τέσσερις μόνον ομίλους: Τον Νηρέα με παραγωγή 26 χιλιάδες τόνους, τη Σελόντα με παραγωγή 15,5 χιλιάδες τόνους, τη Δίας με παραγωγή 10 χιλιάδες τόνους και τις Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες με παραγωγή επίσης 10 χιλιάδες τόνους.

Οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες κατέχουν παράλληλα και μια άλλη πρωτιά στην παγκόσμια αγορά: Ο όμιλος του Νηρέα, που θεωρείται σήμερα ηγέτης στη μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια, παράγει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής γόνου.

Ο ανταγωνισμός

Βεβαίως, αν και οι Έλληνες ιχθυοκαλλιεργητές είναι πρωταγωνιστές στην παγκόσμια παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, δεν παίζουν χωρίς αντίπαλο. Οι τουρκικοί όμιλοι του κλάδου είναι και αυτοί αρκετά ισχυροί και κατέχουν τη δεύτερη θέση με σημαντικά μερίδια στην παγκόσμια αγορά της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. Η μεγαλύτερη τουρκική εταιρεία, η Κilic, παράγει 12.000 τόνους, η επίσης τουρκική Culmustoga 7.000 τόνους, η Αda 5.000 τόνους, ενώ από τις ισπανικές εταιρείες η σημαντικότερη είναι η Culmarex.