ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΑΥΤΗ, ΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΣΙΓΟΥΡΑ ΤΗ
ΓΝΩΡΙΖΕΙ. ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΑΥΤΕΣ
ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ. ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, ΤΗΝ
ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ «ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ»,
ΠΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΙΕΡ ΜΠΑΓΙΑΡ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΠΑΡΑ Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ Η
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΜΑΣ
Το επιχείρημα είναι προκλητικό και δεν στερείται ειρωνείας: κοιτάξτε τον εαυτό σας, αλλά και τους γύρω σας, λέει ο Μπαγιάρ στο απολαυστικό δοκίμιό του. Οι πάντες μιλούν συνεχώς, στον έναν ή τον άλλον βαθμό, για βιβλία που δεν έχουν διαβάσει. Ακόμα και όσοι τριγυρίζουν σε λογοτεχνικά σαλόνια και παρουσιάσεις, αλλά και οι επαγγελματίες του βιβλίου, εκδότες, κριτικοί, συγγραφείς, καθηγητές, φοιτητές. Η μη ανάγνωση(και όχι η ανάγνωση) είναι ουσιαστικά το εφόδιο όλων μας, αν και κανείς μας δεν θα ήταν ποτέ έτοιμος να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Η μη ανάγνωση είναι βεβαίως ταμπού, γιατί το να ομολογείς ότι δεν έχεις διαβάσει ένα βιβλίο παραβαίνει μια σειρά από άγραφους νόμους του πολιτισμού μας: την υποχρέωση της ανάγνωσης (= καλλιεργημένος άνθρωπος είναι αυτός που διαβάζει, και μάλιστα πολύ), την υποχρέωση της πλήρους ανάγνωσης (= δεν πρέπει κανείς να διαβάζει βιαστικά ή αποσπασματικά) και την υποχρέωση να μιλάμε μόνο για βιβλία που έχουμε διαβάσει ολόκληρα. Όσο όμως κι αν κατισχύει αυτός ο πολλαπλός φετιχισμός της πλήρους και εμβριθούς ανάγνωσης, ο σύγχρονος άνθρωπος συνειδητοποιεί κάθε στιγμή ότι του είναι αδύνατο να διαβάσει όλα τα βιβλία που θα έπρεπε, ή που θα ήθελε, ή ακόμα ακόμα όλα τα βιβλία που έχει στη βιβλιοθήκη του. Ποια βιβλιοθήκη… εδώ ούτε καν τα βιβλία που παίρνει κανείς με τόσες ταλαιπωρίες στα ταξίδια και τις διακοπές του δεν κατορθώνει να διαβάσει ολόκληρα.

Ο Μπαγιάρ ταξινομεί τη σχέση μας με τα βιβλία σε τέσσερις κατηγορίες: υπάρχουν τα βιβλία που αγνοούμε εντελώς, αυτά που έχουμε διαβάσει αποσπασματικά, αυτά για τα οποία έχουμε ακούσει να μιλούν (ή για τα οποία έχουμε διαβάσει κριτικές) και, τέλος, τα βιβλία τα οποία έχουμε διαβάσει μα όμως έχουμε λησμονήσει. Η λίστα βεβαίως θα μπορούσε να είναι μακρύτερη, ατέλειωτη. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει βιβλία που μας αρέσει να ξαναδιαβάζουμε, ή όσα έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, μα δεν έχουμε διαβάσει ακόμα (τα αναγνωστικά «θα»)· βιβλία που έχουμε μελετήσει σε βάθος χωρίς όμως ποτέ να τα τελειώσουμε (τα «κουραστικοκαλά»)· βιβλία τα οποία έχουμε διδαχθεί μα όμως ποτέ δεν διαβάσαμε (τα «σχολικά»)· βιβλία που έχουμε διαβάσει χωρίς να κατανοήσουμε (τα «δύσκολα»)· βιβλία που ντρεπόμαστε να πούμε ότι έχουμε διαβάσει (τα δήθεν «δώρα»). Και, ναι, και βιβλία που μας κόβουν τη μέση κάθε καλοκαίρι για να τα κουβαλήσουμε («φέτος θα τον τελειώσω τον Προυστ…»), γεμίζουν άμμο και καφέδες, προτού γυρίσουν ατέλειωτα στο χειμερινό ράφι: τα «ξαν-αδιάβαστα».

Το ζήτημα είναι να πάψουμε να αισθανόμαστε ενοχές για τα ατέλειωτα βιβλία που σκονίζονται στο κομοδίνο ή για τα βιβλία που αναγκαστήκαμε να συζητήσουμε χωρίς καν να τα έχουμε ανοίξει. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να ξανασκεφτούμε, προτείνει ο Μπαγιάρ, τι εννοούμε με τους όρους ανάγνωση και μη ανάγνωση. Ακόμα και όποιος διαβάζει συνεχώς, καταλήγει να ξεχνάει, να παραναγιγνώσκει, να διαβάζει αποσπασματικά, να μπερδεύει, να επιλέγει, να αγνοεί. «Η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι μια διαδικασία ομοιογενής και αδιάλειπτη, ούτε είναι ένας τόπος διαυγούς αυτογνωσίας, αλλά ένα μέρος σκοτεινό, στοιχειωμένο από θραύσματα της μνήμης που η αξία του, ακόμη και η δημιουργική του αξία, πηγάζει από τα ακαθόριστα φαντάσματα που τριγυρίζουν εκεί». Ως εκ τούτου, «η μη ανάγνωση δεν ισοδυναμεί με την απουσία ανάγνωσης. Πρόκειται για μια συστηματική δραστηριότητα με την οποία ο μη αναγνώστης οργανώνεται απέναντι στην απεραντοσύνη των βιβλίων, προκειμένου να μην τον κατακλύσουν».

Αυτοσαρκασμός

Αν και ο θεωρητικά πληροφορημένος αναγνώστης μπορεί να βρει πολλές από τις ιδέες του βιβλίου πεπερασμένες, απλοϊκές ή και άκομψα εκλαϊκευτικές, σίγουρα θα εκτιμήσει τον ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το κεντρικό επιχείρημα, σε κάθε κεφάλαιο με τη βοήθεια της έξυπνης ανάλυσης ενός λογοτεχνικού παραδείγματος, από τα δοκίμια του Μονταίν και του Βαλερύ μέχρι το Όνομα του Ρόδου του Έκο. Μέσα από αυτά τα παραδείγματα ο Βayard επιδεικνύει επίσης όχι μόνο πόσο καλός αναγνώστης είναι ο ίδιος, αλλά και το πόσο προσεκτικούς αναγνώστες προσπαθεί να προσελκύσει. Μόλις στη σελίδα 242 του βιβλίου, για παράδειγμα, ομολογεί ότι πρόσθεσε επίτηδες κάποιες λάθος λεπτομέρειες στα παραδείγματα τα οποία χρησιμοποίησε. Όσοι διαβάσουν το βιβλίο στα γρήγορα, ίσως χάσουν αυτή την ομολογία- και άρα κι ένα σημαντικό στοιχείο του αυτοσαρκασμού του βιβλίου. Ο Μπαγιάρ μπορεί να μιλάει για την αποενοχοποίηση της μη ανάγνωσης, παράλληλα όμως ειρωνεύεται την κομπορρημοσύνη των άσχετων και τα παιχνίδια εξουσίας που καμιά φορά παίζουν οι αδιάβαστοι. Γιατί υπάρχουνε και όρια: το να μπορεί να μιλάει κανείς δημιουργικά και για βιβλία που δεν έχει διαβάσει προϋποθέτει ότι τουλάχιστον, όταν διαβάζει, διαβάζει καλά.

Ρierre Βayard

ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ

ΜΤΦ. ΕΛΠΙΔΑ ΛΟΥΠΑΚΗ ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ, ΣΕΛ. 272