Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο λεξικογράφος Φρύνιχος ο Αράβιος έγραψε μια Εκλογή Αττικών ρημάτων και ονομάτων , ένα βιβλίο που σήμερα θα είχε έναν τίτλο σαν «Πώς να μιλάμε σωστά ελληνικά». Εκεί, ο ρέκτης λόγιος παρουσίασε έναν μακροσκελέστατο κατάλογο «λαθών» που έκαναν οι σύγχρονοί του στη χρήση της ελληνικής και υποδείκνυε σε κάθε περίπτωση τη «σωστή» λέξη, τον «σωστό» γραμματικό τύπο κ.λπ. Το λαθολόγιο του Φρύνιχου δεν ήταν το μόνο της εποχής του, αν και έμελλε να γίνει το γνωστότερο. Στην πραγματικότητα, το σούφρωμα της μύτης για τον «εκβαρβαρισμό» της γλώσσας και η νοσταλγία για την πρότυπη, καταξιωμένη, αρχοντική ελληνική της κλασικής περιόδου ήταν τότε μόδα μεταξύ των γραμματικών και των ρητόρων. Απέκτησε κι ένα όνομα: αττικισμός. Εγχειρίδια όπως του Φρύνιχου είχαν σίγουρα πέραση ανάμεσα σε ανθρώπους που φοβούνταν μήπως χαρακτηριστούν ανελλήνιστοι και το κοινωνικό προφίλ τους τσαλακωθεί πολύ ή λίγο. Δικαιώθηκαν όμως ο Φρύνιχος και οι ομόφρονές του από την Ιστορία; Δέχτηκαν οι επόμενοι αιώνες τις- τυπικά ορθότατες- παρατηρήσεις τους, «απεσκυβάλισαν» από τη γλώσσα τους βαρβαρισμούς, τους σολοικισμούς, τους ανοίκειους νεολογισμούς; Κρίνετε μόνοι σας: «μη λέγε», παράγγελλε ο Φρύνιχος, κράββατος , αλλά σκίμπους, μη ακμή (από όπου το σημερινό ακόμη), αλλά έτι, μη βρέχει, αλλά ύει, μη βασίλισσα, αλλά βασιλίς , μη μαμμόθρεπτος, αλλά τηθαλλαδούς , μη μαγειρείον, αλλά οπτάνιον, μη νηρόν ύδωρ (από όπου το νερό), αλλά πρόσφατον,ακραιφνές ύδωρ. Δεν χρειάζονται περισσότερα παραδείγματα για να καταλάβουμε πόσο αισθαντικά αφουγκράστηκε ο Φρύνιχος τον σφυγμό της γλωσσικής εξέλιξης.

Παθός μαθός; Στον ανθρώπινο βίο μπορεί, στην Ιστορία όχι. Σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο αττικισμός έχει αναβιώσει στις μέρες μας, με τη μορφή ενός νέου κύματος γλωσσαμυντορισμού, που προέκυψε μετά την καθιέρωση της δημοτικής και, λίγα χρόνια αργότερα, του μονοτονικού. Οι νεογλωσσαμύντορες δεν υπερασπίζονται, όπως οι παλιότεροι, την καθαρεύουσα καθεαυτή (κάτι που είναι πια αδύνατον), αλλά εξανίστανται, όπως εκείνοι, για τον «εκφυλισμό» της ελληνικής γλώσσας, την αποκοπή της από τις αρχαίες ρίζες της, την επέλαση ενός γλωσσικού αφελληνισμού που θα επιφέρει την κατάλυση της εθνικής μας ταυτότητας και, μεσομακροπρόθεσμα, της εθνικής μας υπόστασης. Εκτός από τις επιθέσεις τους κατά του μονοτονικού και την καλλιέργεια μιας σειράς αστήρικτων και μάλλον αστείων μύθων (η ελληνική με τις έξι εκατομμύρια λέξεις, η ελληνική που για μία ψήφο δεν έγινε επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Πολιτειών κ.ά.), επιχειρούν με τη γλωσσική πρακτική τους μια «αναπαρθένευση» της γλώσσας, ώστε να φαίνεται πιο απαράλλακτη στην ιστορική διαδρομή της, πιο «καθαρή». Οι μέθοδοι που εφαρμόζουν είναι ποικίλες: από την υπερετυμολόγηση και την υπερορθογράφηση (με την αναγωγή ακόμα και απλογραφημένων λέξεων της δημοτικής σε ετυμολογικές ρίζες νεκρές εδώ και αιώνες, συχνά και αμφίβολες) ώς την αντικατάσταση κοινόχρηστων λέξεων με άλλες, αρχαιοπρεπείς, και την κατά κόρον επιλογή «φιγουράτων» συντακτικών σχημάτων (π.χ. ρημάτων που συντάσσονται με αντικείμενο στη γενική).

Το φαιδρό της υπόθεσης είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους επιγόνους του Φρύνιχου δεν έχουν καν τη δική του φιλολογική κατάρτιση. Βλέπετε, άλλο αρχαιολαγνεία και άλλο αρχαιομάθεια. Όταν η πρώτη δεν συνοδεύεται από τη δεύτερη, χωρίζει λέξεις που δεν ήταν ποτέ χωρισμένες («δι΄ ο» αντί διο, «εξ απήνης» αντί εξαπίνης), κοτσάρει γενικές αντικειμενικές σε ρήματα που δεν συντάσσονταν ποτέ με γενική («επιδέχεται αλλαγής» αντί επιδέχεται αλλαγή, «διέφυγε της προσοχής» αντί διέφυγε την προσοχή, «αποποιήθηκε των ευθυνών του» αντί αποποιήθηκε τις ευθύνες του κ.λπ.), παραμορφώνει ακόμα και αρχαίες λέξεις ώστε να φαίνονται… αρχαιότερες (κάνοντας π.χ. το άντρο «άνδρο») και, αν έχει μπόλικη ελληνόψυχη φαντασία, εισηγείται απολαυστικές, πλην πέρα για πέρα ανυπόστατες ετυμολογίες, όπως, για παράδειγμα, ότι το αγγλικό ντιμπέιτ προέρχεται από το αρχαιοελληνικό δίβατον ή το τουρκικό σιχτίρ από το «σε οικτίρω». Ναι, καλά θυμηθήκατε: είναι η λογική του Γκας Πορτοκάλος, του ήρωα της ταινίας Γάμος αλά ελληνικά, ο οποίος πίστευε, μεταξύ άλλων, πως η λέξη «κιμονό» βγαίνει από το «χειμώνας»!

Ο Νίκος Σαραντάκος αντιμετωπίζει τον τραγέλαφο της νεοκαθαρολογίας με το ύφος που του αξίζει, το ύφος εκείνης της ταινίας: όχι πολεμική ρητορεία (που προδίνει ανησυχία και φόβο) ούτε σαρκασμός (που υποκρύπτει θιγμένη περηφάνια, αν όχι αλαζονεία), μα λεπτή ειρωνεία και χιούμορ. Προπαντός χτυπάει τους γλωσσαμύντορες με τα δικά τους όπλα, που ξέρει να τα χειρίζεται καλύτερα: με την επίκληση της αρχαίας και βυζαντινής γραμ ματείας. Και καταρρίπτει τους προσφιλείς τους μύθους με εξαντλητική πραγματολογική έρευνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανασκευή του διαδεδομένου (με εκπόρευση από το περιοδικό Νέμεσις ) μύθου ότι το μονοτονικό ψηφίστηκε περίπου πραξικοπηματικά, νύκτωρ, από μια δράκα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και παρά τη διαφωνία των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τα πλήρη πρακτικά της επίμαχης συνεδρίας της Βουλής, που παραθέτει ο Σαραντάκος, ανατρέπουν αυτή την εικόνα, ενώ άλλα στοιχεία που προσκομίζει ο συγγραφέας πιστοποιούν ότι το μονοτονικό ήταν αίτημα πλήθους γλωσσολόγων, λογοτεχνών, εκδοτών, πολιτικών κ.λπ. από όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα πολύ πριν από την ψήφισή του στις 11 Ιανουαρίου 1982 (έτσι κι αλλιώς εμείς οι παλιότεροι το θυμόμαστε αυτό καλά).

Όμως… υπάρχει ένα όμως. Καθώς συμφωνώ με τα περισσότερα επιχειρήματα του Σαραντάκου και, επιπλέον, με γοητεύει η δροσάτη τσαχπινιά του ύφους του, θα ήθελα να αισθάνομαι αυτό το «όμως» σαν έναν ενοχλητικό βόμβο που έρχεται απ΄ έξω και όχι σαν υπόκρουση που ενυπάρχει στη σύνθεση. Ο Σαραντάκος πιστεύει (και πολύ σωστά) ότι η γλώσσα διαμορφώνεται με την τριβή των λέξεων μέσα στην καθημερινή ζωή, τριβή η οποία μπορεί να νομιμοποιήσει τελικά ακόμα και «λανθασμένες» ή «αδόκιμες» χρήσεις. Ενώ όμως δηλώνει ότι «Δεν μπορούμε να προδικάσουμε […] ποιοι τύποι θα καθιερωθούν τελικά, αύριο ή μεθαύριο. […] ας είμαστε ανοιχτοί» (σς 192-3), αντιφάσκει με τον εαυτό του, όταν, ίσα ίσα, φαίνεται να προδικάζει ότι θα επικρατήσουν οι τάδε και όχι οι δείνα τύποι, ότι θα καθιερωθούν π.χ. τύποι όπως «των πληγέντων περιοχών» (αντί «των πληγεισών») και του «επικεφαλή» (αντί του επικεφαλής) ή λέξεις όπως «η γραμματέα».

Ο Σαραντάκος, δηλαδή, φαίνεται να πιστεύει σε μια γραμμική εξέλιξη της γλώσσας, η οποία τείνει νομοτελειακά προς τη γραμματική ομαλοποίηση και την απλούστευση. Εδώ είναι που έχω επιφυλάξεις και, με λύπη μου, διακρίνω στον Σαραντάκο έναν υπόγειο δογματισμό. Η εξέλιξη μιας γλώσσας δεν είναι μόνο συνάρτηση των δικών της, εσωτερικών νόμων, μα και των κοινωνικών υποκειμένων που τη χειρίζονται. Και επειδή τα υποκείμενα αυτά δεν μένουν σταθερά, η γλωσσική εξέλιξη ακολουθεί κάπως τεθλασμένη πορεία. Ο Σαραντάκος παρατηρεί (σ. 313) ότι, ενώ μερικές γενικές όπως «των κοτών» δεν στέριωσαν ποτέ, σήμερα κλίνουμε αβίαστα «οι τηλεκάρτες-των τηλεκαρτών» (για παράδειγμα). Δεν κάθεται όμως να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Η κότα ήταν από τους βασικούς πόρους της οικονομίας των λαϊκών νοικοκυριών, η λέξη από τις πιο κοινόχρηστες της δημοτικής, και όμως δεν απέκτησε γενική πληθυντικού. Γιατί; Μα, διότι η γενική πληθυντικού είναι μια πτώση που στη λαϊκή γλώσσα τείνει προς την εξαφάνιση. Αντίθετα, η τηλεκάρτα είναι μια λέξη που μπήκε στη γλώσσα μας μέσα από τη ζωή των εγγράμματων αστικών στρωμάτων, για τα οποία η γενική πληθυντικού είναι πολύ πιο οικεία.

Θέλω να πω ότι η τριβή των λέξεων είναι μια ατελής εικόνα, αν δεν συμπεριλαμβάνει αυτούς που τις τρίβουν, με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους. Και τα γνωρίσματα αυτά, όπως π.χ. το μορφωτικό επίπεδο και οι κοινωνικές πρακτικές, αλλάζουν με τον χρόνο. Τη δεκαετία του 1960 άκουγα στο ραδιόφωνο αθλητικούς ρεπόρτερ να κλίνουν «το Αιγάλεω(-ο)- του Αιγαλέου» (η ποδοσφαιρική ομάδα), πράγμα πολύ λογικό για έναν μη μορφωμένο και συνεπές προς το κλιτικό σύστημα της δημοτικής. Θα περίμενε κανείς να επικρατήσει αυτός ο τύπος, νά όμως που δεν επικράτησε: πολύ σπάνια ακούγεται σήμερα και ποτέ στα μίντια. ΄Η, για να φέρω ένα παράδειγμα από τις μέρες μας: αρχαίες παροιμιακές φράσεις όπως «παν μέτρον άριστον» ή «οι ασκοί του Αιόλου», μολονότι κοινόχρηστες σήμερα, επικρίθηκαν τελευταία από αρκετούς ως λανθασμένες (το σωστό είναι «μέτρον άριστον», «ο ασκός του Αιόλου»). Ο Σαραντάκος, με τη σειρά του, επικρίνει τους επικριτές, αποκαλύπτοντας ότι οι «λανθασμένοι» τύποι είχαν επικρατήσει ήδη στην αρχαιότητα. Μόνο που άργησε κάπως. Διότι, με τη συζήτηση που προηγήθηκε, διαβάζουμε και ακούμε ολοένα σπανιότερα τους «σωστά λανθασμένους» τύπους που υπερασπίζεται και ολοένα συχνότερα τους «λανθασμένα σωστούς»! Για άλλη μια φορά: η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο και η σχετική επιρροή των κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων που μετέχουν στη διαμόρφωσή της περνάει από μεγάλες διακυμάνσεις.

Άρχισα όμως με τον αττικισμό. Ο αττικισμός εμφανίστηκε μια εποχή που ο Ελληνισμός είχε πάψει να παίζει πολιτικό ρόλο, ενώ και ως πολιτισμική μήτρα είχε χάσει πολλή από τη γονιμότητά του. Οι αττικιστές ήθελαν να συντηρήσουν μέσω της γλώσσας την ψευδαίσθηση ενός συνεχιζόμενου σφρίγους. Νομίζω πως κάτι πολύ παρόμοιο δείχνει ο σημερινός γλωσσαμυντορισμός: μια γλώσσα που ανασύρει από το χρονοντούλαπο και φοράει επιδεικτικά τους λαμπρούς κληρονομικούς τίτλους της, για να κρύψει τη σύγχρονη πολιτισμική ένδειά της. Από αυτή την άποψη, η παρατεταμένη εμπλοκή σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, έστω και για να αντικρουστούν οι καθαρολόγοι, μου φαίνεται πως έχει κάτι το θλιβερό και μίζερο.

Νίκος Σαραντάκος

ΕΜΠΟΔΙΩΝ

ΓΛΩΣΣΑ ΜΕΤ΄

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ 21ου, ΑΘΗΝΑ 2007, ΣΕΛ.

372, ΤΙΜΗ: 21 ΕΥΡΩ