«…Τα μαλλιά μου είναι εντελώς γκρίζα. Έχω την εντύπωση πως η ζωή μου τελειώνει». Ο Αρτύρ Ρεμπώ είναι μόλις 33 χρόνων και βρίσκεται στο Κάιρο όταν το 1887 στέλνει αυτή την επιστολή προς τη μάνα και την αδελφή του στη Ρος των Αρδεννών. Αυτός που από τα 17 μέχρι τα 19 του έλαμψε στο ποιητικό στερέωμα όπως κανείς νέος πριν ή μετά απ΄ αυτόν, είναι τώρα αποκαμωμένος, αποκαρδιωμένος, με «έναν ρευματικό πόνο στα νεφρά που με πεθαίνει». Βασανίζεται εδώ και επτά χρόνια μεταξύ Ανατολικής Αφρικής και Αραβίας στην υπηρεσία γαλλικών εμπορικών επιχειρήσεων, ως υπεύθυνος για αγορές και αποστολές καφέ, δερμάτων, ελεφαντόδοντου κ.ο.κ. Περνάει την καθημερινότητά του καβάλα σε καμήλες ή άλογα, περιτριγυρισμένος από μύριους κινδύνους, ζει μέσα σε απίστευτη μοναξιά και λιτότητα («πίνω μόνο νερό και μου στοιχίζει 15 φράγκα τον μήνα, δεν καπνίζω ποτέ…») χωρίς κανέναν σχεδόν Ευρωπαίο κοντά του, διαβάζοντας μόνο τεχνικά εγχειρίδια (λ.χ. μεταλλουργίας, βυρσοδεψίας), το Κοράνι ή τη γραμματική της αμχαρικής, και έχει μόλις χάσει το 60% του κεφαλαίου του προσπαθώντας να πουλήσει όπλα στον βασιλιά Μενελίκ Β΄ της Σόα (Νότια Αβησσυνία) ο οποίος τον κορόιδεψε στους λογαριασμούς… «Δεν έχω δουλειά προς το παρόν. Φοβούμαι μήπως χάσω τα λίγα που έχω. Φανταστείτε πως κουβαλώ συνεχώς στη ζώνη μου δεκαέξι χιλιάδες φράγκα· έχουν βάρος περίπου οκτώ κιλά και μου φέρνουν δυσεντερία. Όμως δεν μπορώ να πάω στην Ευρώπη. Κατ΄ αρχάς θα πέθαινα το χειμώνα· μετά έχω συνηθίσει εντελώς μια ζωή περιφερόμενη και ελεύθερη· τέλος, δεν έχω μια θέση». Έχουν μια δύναμη αποκαλυπτική τούτα τα 49 Γράμματα από το Χαράρ (σ.σ.: ισλαμική πόλη στα υψίπεδα της Αβησσυνίας) του Αrthur Rimbaud… Η καινούργια έκδοσή τους (Άγρα, μτφ. Απ. Καρούλιας), εμπλουτισμένη με μια εισαγωγή των D. και Ν. Ρetifaux, επίμετρο του J. Verain, 16 σελίδες με φωτογραφίες-ντοκουμέντα και με λεπτομερές χρονολόγιο, έρχεται 24 χρόνια μετά την λιτή προηγούμενη (Νεφέλη, μτφ. Κ. Παππάς), να αναδείξει με τον ιδανικότερο τρόπο τι σημαίνει πραγματικά αυτό που λέμε «ανήσυχο πνεύμα». Διότι ο εμπνευσμένος συγγραφέας του Μεθυσμένου καραβιού ή του Μια εποχή στην Κόλαση, θέλει τώρα να φτιάξει ένα κομπόδεμα που θα του επιτρέψει να παντρευτεί και να ζήσει με αξιοπρέπεια, όμως καθόλου δεν μετατρέπεται σε έναν τυχοδιώκτη ή και δουλέμπορο παρασυρμένο από τη μέθη του εξωτισμού- όπως τον θέλησαν οι άσπονδοι θαυμαστές του. Τα έντεκα χρόνια που περνά στην Αφρική (1880-1891) μέχρι τον θάνατό του, ο Ρεμπώ « ΕίναιΈνας Άλλος» παραμένοντας ωστόσο ο εαυτός του· παραμένοντας δηλαδή, όπως το είχε γράψει, «Εγώ». «Οι άνθρωποι του Χαράρδεν είναι ούτε πιο βλάκες ούτε πιο πρόστυχοι απ΄ ό,τι οι λευκοί νέγροι των λεγόμενων πολιτισμένων χωρών (…). Πρέπει να φέρεται κανείς ανθρωπινά μαζί τους» (25/2/1890). Ο γαλανομάτης νεαρός που είχε προκαλέσει σεισμό στο λογοτεχνικό Παρίσι με την αχαλίνωτη γλώσσα του, την προκλητική στάση του και τον επεισοδιακό έρωτά του με τον Πωλ Βερλαίν, εγκατέλειψε οριστικά την ποίηση το 1873, όχι όμως και το γράψιμο. Πολλοί ονειρεύτηκαν την ανακάλυψη ενός μπαούλου με ανέκδοτα ποιήματά του, όμως εκείνος διοχέτευσε αλλού τη μεγαλοφυΐα του διαψεύδοντας γι΄ άλλη μια φορά τα στερεότυπα του ανθρώπου των γραμμάτων. Την ώρα που τον βλέπουμε (στις ελάχιστες φωτογραφίες τις οποίες εμφάνισε ο ίδιος) «με τη φοβερή μάσκα ανθρώπου τρομακτικά αυστηρού», κουρεμένο σαν κατάδικο, με βαμβακερή πουκαμίσα και φαρδύ παντελόνι, καταρτίζει (το 1873) μια εξαιρετική έκθεση για τη χώρα των Σομαλών που δημοσιεύεται στο Δελτίο της Γεωγραφικής Εταιρείας· και καταγράφει (το 1886 για τον Αιγυπτιακό Βόσπορο) τις περιπέτειές του στη Σόα, με τεκμηριωμένες υποδείξεις για την πιθανή εκμετάλλευση του άλατος μιας λίμνης και λεπτομερείς πληροφορίες για τις φυλές της περιοχής, τους αρχηγούς τους, τις σχέσεις μεταξύ τους κ.ο.κ. Όσο για τα γράμματά του μπορεί να μην διακρίνονται για τον οίστρο τους, όμως εντυπωσιάζουν γιατί φωτίζουν το πρακτικό του μυαλό, την εντιμότητά του που επιβεβαιώνεται από τους συνεργάτες του, την αναγκαία λόγω συνθηκών προσκόλλησή του στο χρήμα, και την φοβερή μοναξιά του. Ο Ρεμπώ δεν συμπεριφέρεται σαν αποικιοκράτης και είναι κριτικός με τους ντόπιους όσο με τους συμπατριώτες του, καταδικάζει μάλιστα την αγγλική, γαλλική, ιταλική αποικιακή πολιτική. Από καταραμένος ποιητής έχει μεταμορφωθεί σε καταραμένο μετανάστη, αλλά και έτσι συγκινεί. Η αξία αυτού του βιβλίου είναι ακριβώς ότι τον δικαιώνει κτίζοντας ένα σύνθετο πορτρέτο του.

«…Κλαίω μέρα και νύχτα.(…) Είμαι σακάτης για όλη μου τη ζωή.» (23/6/1891). Τα τελευταία γράμματα του Ρεμπώ είναι σπαρακτικά. Με το δεξί πόδι ακρωτηριασμένο πολύ ψηλά, με τον καρκίνο να εξαπλώνεται σε όλο του το κορμί, με τους πόνους και την απελπισία να τον πνίγουν, αυτός ο 37χρονος άντρας μέχρι την τελευταία στιγμή πασχίζει να οργανώσει την επιστροφή του στην Αφρική. Η δίψα του για ζωή, η φλόγα που τον κινεί και τον καίει, είναι η υποθήκη του. Και ίσως εκεί να κρύβεται το απόσταγμα της Τέχνης.