Κατατέθηκαν πρόσφατα και διαδοχικά από επιτροπές, κυβερνητικά στελέχη και από τον αρμόδιο υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προτάσεις και θέσεις για «την επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος», χωρίς ταυτόχρονα να ορίζεται ο πυρήνας του προβλήματος και να περιγράφεται το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας των πτυχών που το τροφοδοτούν και το αναπαράγουν. Βέβαια, η αποφυγή κάθε προσδιορισμού των αιτιών του ασφαλιστικού «προβλήματος», μεθοδολογικά, οδηγεί τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των προτάσεων σε μονομερή προσανατολισμό, αφού περισσότερο αναφέρονται στο σκέλος των εκροών (παροχές, όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης) και σχεδόν διόλου στο σκέλος των εισροών (έσοδα, νέοι πόροι για τον σχηματισμό του αναγκαίου νέου αποθεματικού) του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος προσανατολισμός απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα: Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις θωρακίζουν τη βιωσιμότητα και την κοινωνική αποτελεσματικότητα της κοινωνικής ασφάλισης ή υπονομεύουν τη δυναμική προοπτική της κοινωνικής ασφάλισης, συμβάλλουν στη μείωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και πειθαρχούν στη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας;

Από αυτή την άποψη, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση των «μεταρρυθμιστικών» παρεμβάσεων στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στις χώρες- μέλη του ΟΟΣΑ από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα αναδεικνύει πως αυτές, ανεξαρτήτως των εξειδικεύσεων εφαρμογής ανά χώρα, επέφεραν ουσιαστικές μειώσεις (κατά μέσο όρο 20%) στο επίπεδο των συντάξεων, ακόμη και σε αυτό των κατώτερων συντάξεων.

Επίσης απάντηση στο ίδιο θεμελιώδες ερώτημα παρέχει το γεγονός ότι στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, η αναγκαιότητα σχηματισμού νέου αποθεματικού προκειμένου το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να ανταποκριθεί στις μελλοντικές του υποχρεώσεις δεν καταλαμβάνει εξέχουσα θέση, όπως εξάλλου και η αναγνώριση υποχρηματοδότησης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος το 2008 με 3,38 δισ. ευρώ (συγκεφαλαίωση 2003- 2007 του 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος) αντί 1.900 δισ. ευρώ που προβλέπεται στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2008 (σελ. 30) καθώς και άλλες οφειλές (8,7 δισ. ευρώ ή σε διπλάσιο από αυτό ποσό κατ΄ άλλες εκτιμήσεις που συμπεριλαμβάνουν και τη χρηματοδότηση του κλάδου υγείας) του Δημοσίου, ιδιαίτερα προς το ΙΚΑ.

ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

που έχουν κατατεθεί, η αναγκαιότητα σχηματισμού νέου αποθεματικού προκειμένου το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να ανταποκριθεί στις μελλοντικές του υποχρεώσεις δεν καταλαμβάνει εξέχουσα θέση

Εξέχουσα όμως σημασία στη δέσμη των προτάσεων για την «επίλυση» του ασφαλιστικού «προβλήματος» έχει όχι μόνο η μη συμπερίληψη της εθνικής κατώτατης σύνταξης στο πλαίσιο του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου στη Βουλή, σύμφωνα με την αναφορά του αρμόδιου υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, αλλά η δέσμευση της κυβέρνησης για τη χορήγησή της από 1/1/2009, η οποία θα είναι μεγαλύτερη- σύμφωνα με την κυβερνητική εξαγγελία- από το όριο της φτώχειας (60% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ), το οποίο στην Ελλάδα με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν πριν από την αναθεώρηση (195,3 δισ. ευρώ) διαμορφώνεται σε 812 ευρώ τον μήνα και μετά την αναθεώρηση (245,6 δισ. ευρώ) θα διαμορφώνεται σε 1.023 ευρώ τον μήνα.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ενώ οι πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων στη χώρα μας συνίστανται στην ενιαιοποιημένη αύξηση των κατώτατων συντάξεων και στην επέκταση του θεσμού σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες των συνταξιούχων (μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες κ.λπ.), η κοινωνικοασφαλιστική πολιτική προγραμματίζει, εκτός διαλόγου, τη χορήγηση εθνικής κατώτατης σύνταξης. Έτσι, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα θεμελιώνεται ο πρώτος πυλώνας του συστήματος Βeveridge (εθνική σύνταξη χρηματοδοτούμενη από τη φορολογία) και στο άμεσο ή στο απώτερο μέλλον με τη μέθοδο της προσεκτικής «σαλαμοποίησης» θα προγραμματιστεί, αντί της ισχύουσας επικουρικής σύνταξης, η χορήγηση συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών από τα ιδιωτικά ή τα επαγγελματικά συμβόλαια, θεμελιώνοντας τον δεύτερο πυλώνα του συστήματος Βeveridge (ιδιωτική επαγγελματική ασφάλιση).

Όμως μία τέτοια προοπτική αποτελεί βίαιη μετάβαση από το σύστημα Βίσμαρκ (εγγυημένη καταβολή σύνταξης- κύριας και επικουρικής- με βάση τις εισφορές εργαζομένων, εργοδοτών, κράτους και τον χρόνο ασφάλισης) στο προαναφερόμενο σύστημα Βeveridge και συνιστά στο βάθος… συστημική ανατροπή αλλά και σοβαρή συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Κατά συνέπεια, στην κατεύθυνση μιας τέτοιας στρατηγικής επιλογής, ο κρατικός προϋπολογισμός αποσύρεται από τη χρηματοδότηση, στον βαθμό που τον αφορά, των συνταξιοδοτικών παροχών, όπως εξάλλου συνιστάται και από τις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας που εμπνέουν το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διάβρωση του διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και τη μείωση του επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και Επιστ. Δ/ντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕΑΔΕΔΥ