Ελληνικό κρέας και με τη «βούλα» της ταμειακής μηχανής


Κανένας καταναλωτής δεν πιστεύει πια ότι μία σφραγίδα αρκεί για να αποδείξει την προέλευση του κρέατος που τρώμε, αφού όλοι γνωρίζουν ότι κάποιοι επιτήδειοι τις παραποιούν, «βαφτίζοντας» εισαγόμενα κρέατα ως ελληνικά. Τώρα, τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομίας και Οικονομικών επεξεργάζονται νέο σχέδιο, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των κρεοπωλείων και των σούπερ μάρκετ να αναγράφουν σε κάθε απόδειξη λιανικής πώλησης τη χώρα προέλευσης κάθε τεμαχίου κρέατος που πωλούν, φιλοδοξώντας (αν και αυτό παραμένει δύσκολο) να βάλουν τέλος στα παράνομα «βαφτίσια». Τη μελέτη του θέματος έχει αναλάβει ήδη αρμόδια επιτροπή.

Σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό μοσχαρίσιου κρέατος- περίπου 70%- που καταναλώνεται στην Ελλάδα, καθώς και το 50% του χοιρινού, είναι εισαγωγής. Παρ΄ όλα αυτά, σε μεγάλο βαθμό «σερβίρεται» στους καταναλωτές ως ελληνικό.

Ιδέα των κτηνοτρόφων

Την ιδέα έριξαν στο τραπέζι εκπρόσωποι κτηνοτρόφων, οι οποίοι με αίτημά τους προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ζήτησαν (το ζητούν εδώ και χρόνια) να βρεθεί, επιτέλους, μια λύση, ώστε να περιορισθούν τα κρούσματα «ελληνοποίησης» των εισαγόμενων κρεάτων- κάτι που, όπως υποστηρίζουν, προκαλεί σημαντικές απώλειες στα εισοδήματά τους. Ταυτόχρονα, το φαινόμενο αυτό είναι εις βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις πληρώνουν εισαγόμενο κρέας ως ελληνικό.

Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων υπέβαλε το αίτημα στα υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης. Μάλιστα αρμόδια στελέχη τους εκτιμούν ότι, εφόσον εφαρμοσθεί κάτι τέτοιο, θα είναι εύκολη η διασταύρωση των στοιχείων και θα καταστεί δυνατόν να τηρηθεί ένα ισοζύγιο κρέατος σε επίπεδο λιανικής, ώστε να αποφεύγεται η κερδοσκοπία αλλά και η παραπλάνηση του καταναλωτή. Όπως υποστηρίζουν, η αναγραφή της προέλευσης στις αποδείξεις πληρωμής θα συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στον περιορισμό των κρουσμάτων ελληνοποίησης- κυρίως των κρεάτων που προέρχονται

tips

Οι ποσότητες των ελληνικών ή εισαγόμενων κρεάτων που η ταμειακή μηχανή θα δείχνει ότι πωλήθηκαν θα πρέπει να συμφωνούν με τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια αγοράς τους

από τρίτες χώρες- πολλά από τα οποία σημειώνονται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Με βάση το καθεστώς αυτό, οι ποσότητες των ελληνικών ή των εισαγόμενων κρεάτων που η ταμειακή μηχανή θα δείχνει ότι πωλήθηκαν θα πρέπει να συμφωνούν με τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια αγοράς τους. Αν κατά τον έλεγχο δεν διαπιστώνεται συμφωνία, θα «χτυπάει κόκκινο» στους ελεγκτές. Εγχώρια και εισαγόμενα

Στην Ελλάδα καταναλώνουμε σήμερα περισσότερους από 900.000 τόνους νωπού κρέατος όλων των ειδών, με ένα μεγάλο ποσοστό να εισάγεται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Βαλκανίων και άλλες, τρίτες χώρες. Υπολογίζεται ότι από την εγχώρια παραγωγή καλύπτεται η κατανάλωση περίπου του 30% στο βόειο κρέας, του 45%-50% στο χοιρινό, του 85%-87% στο πρόβειο και στο κατσικίσιο κρέας και του 90% στα πουλερικά.

Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2002 οι Έλληνες κατανάλωσαν συνολικά 262,7 χιλιάδες τόνους χοιρινού κρέατος, από τους οποίους οι 162.000 τόνοι ήταν εισαγωγής- με κυριότερες χώρες προέλευσης την Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Δηλαδή, 1 στα 2 κιλά που καταναλώθηκαν έκανε… ταξίδι πολλών χιλιόμετρων μέχρι να φτάσει στο πιάτο του καταναλωτή!

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα καταναλώθηκαν 197.000 τόνοι μοσχαρίσιου κρέατος, από τους οποίους μόλις 62.000

ήταν ελληνικής εκτροφής. Δηλαδή περίπου 135.000 τόνοι αφορούσαν αλλοδαπό κρέας, το οποίο προερχόταν κυρίως από τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία (και όσον αφορά το κατεψυγμένο, από την Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε).

Στα αρνιά, τα κατσίκια και τα πρόβατασύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του υπουργείου- το 14,9% της κατανάλωσης καλύπτεται από σφάγια προέλευσης Σκοπίων, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ιταλίας και Γαλλίας. Συγκεκριμένα, το 2002 καταναλώθηκαν 123.000 τόνοι, από τους οποίους 22,3 χιλιάδες ήταν εισαγωγής, που στην πλειονότητά τους φτάνουν στην αγορά την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα (εποχές όπου γίνονται και τα περισσότερα «βαφτίσια»).

Σίγουροι για τα πουλερικά

Όσο για τα πουλερικά, νωπά και κατεψυγμένα, οι Έλληνες θα πρέπει να νιώθουν περισσότερο σίγουροι για την ελληνικότητα των εν λόγω προϊόντων. Το 2002 καταναλώθηκαν 147,9 χιλιάδες τόνοι, από τους οποίους εισαγόμενοι ήταν μόνον οι 47,6 χιλιάδες- με χώρες προέλευσης κυρίως την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Δανία στα νωπά, και τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τον Καναδά και την Κίνα στα κατεψυγμένα. Το ενδεχόμενο εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου βρίσκει συμμάχους τους καταναλωτές, οι οποίοι- όπως υποστηρίζουν εκπρόσωποι των οργανώσεων καταναλωτών- δεν είναι σχεδόν ποτέ σε θέση να ελέγξουν αν το κρέας που αγοράζουν είναι ελληνικό ή αν οι πωλητές λιανικής τούς κοροϊδεύουν. Μάλιστα, όπως λένε, αν και δεν είναι πάντα το κέρδος ο στόχος (καθώς σε κάποια είδη μπορεί να μην υπάρχει καμία διαφορά τιμής), οι λιανέμποροι εξαπατούν τους καταναλωτές με σκοπό να διατηρήσουν την πελατεία τους, επειδή πολλοί καταναλωτές επιλέγουν το εγχώριο κρέας και δεν εμπιστεύονται το εισαγόμενο.

Οι λιανοπωλητές κρέατος, πάντως, υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή αυτού του μέτρου είναι ανέφικτη. Επισημαίνουν μάλιστα ότι οι έλεγχοι που γίνονται στην αγορά εντοπίζουν περιπτώσεις εμπόρων που «ελληνοποιούν» παράνομα κρέατα εισαγωγής, όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο όσο το παρουσιάζουν οι κτηνοτρόφοι, καθώς στην πλειονότητά τους οι λιανέμποροι δεν είναι παραβάτες.

Οι αρμόδιοι του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή του μέτρου θα βοηθήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς να υπολογίζουν ευκολότερα το ισοζύγιο των κρεάτων της αποθήκης κάθε σημείου λιανικής πώλησης (κρεοπωλεία, σούπερ μάρκετ) καθώς θα μπορούν να συγκρίνουν ευκολότερα τις ποσότητες που αναγράφονται στα παραστατικά της αγοράς κρεάτων- κυρίως από τρίτες χώρες- με τις αναγραφόμενες στα παραστατικά πώλησης, ώστε να εντοπίζουν αμέσως ενδεχόμενες αποκλίσεις.