Η γλάστρα


Τρεις η ώρα μεσημεράκι, στην αρχή της Πανόρμου, ένας νέος άνδρας κάθεται στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και πίνει μάλλον τον φραπέ του. Η τέντα μισοκατεβασμένη.

Περιέργως κατεβασμένα είναι και τα ρολά και στις δυο πόρτες! Τον έδιωξαν;

Τον τιμώρησε η γυναίκα του ή η μαμά του;

Τον αφήνω να ταξιδεύει στη Σαλαμίνα και την Αίγινα και το μάτι μου σταματά στη μοναχική, δυστυχισμένη γλάστρα του τέταρτου ορόφου: Δεν «δένει» ούτε με τις λίγες πρασινάδες του ρετιρέ ούτε με την «αρχιτεκτονική» γραμμή του άθλιου κτιρίου. Είναι παρείσακτη. Ξένη. Άσχετη και παράταιρη.

Μάλλον την πήγαν δώρο στους ιδιοκτήτες σε κάποια γιορτή και μια στιγμή την έβγαλαν στο μπαλκόνι για ν΄ ανασαίνει δήθεν καλύτερα. Δεν είχαν χώρο μέσα στο σπίτι. Τους εμπόδιζε. Όπως μας εμποδίζουν τόσα πράγματα τα οποία πολύ σπάνια χρησιμοποιούμε και δεν αποφασίσαμε ποτέ ποια είναι η πραγματική τους θέση όχι μόνο μέσα στο σπίτι, αλλά και μέσα στη ζωή μας.

Πρέπει να την ποτίζουν καμιά φορά. Δεν διακρίνω τι φυτό είναι, μόνο το πράσινο υπάρχει και μ΄ ακολουθεί μες στο ταξί σε όλη τη διαδρομή, ώσπου να βγούμε επιτέλους στην Κηφισίας.

Τώρα μου θυμίζει μια πράσινη ελιά χωρίς κουκούτσι στην κορφή μιας κάτασπρης σαλάτας.

Αν έρθει ο καιρός της ίσως θα ξανανθίσει. Και ίσως τότε τα άνθη της να μυρίζουν πραγματικά και όχι το πατσουλί που τα ραίνουν στα ανθοπωλεία.