Κόλλησε το μολύβι. Κοιτούσα με απορία το κενό που ακολουθούσε δίπλα στις δύο λέξεις του βιογραφικού «ελεύθερος χρόνος». Χτύπησα μια φορά τα δάχτυλά μου νευρικά πάνω στο γραφείο, μια δεύτερη. Κοίταξα το ταβάνι μπας κι έρθει καμιά θεόπνευστη απάντηση να συμπληρώσω εκείνη τη γραμμή που με απειλούσε με το απόλυτο λευκό της, αλλά τίποτα. Επόμενη κίνηση να κοιτάξω στο λεξικό. Ελεύθερος χρόνος: ο χρόνος που δεν αφιερώνεται σε βιοποριστική δραστηριότητα.

Μμμμ. Μάλιστα. Είναι δηλαδή εκείνα τα απογεύματα που η Μαρία τελειώνει από τη δουλειά και προβληματίζεται αν πρέπει να τα μοιράσει μεταξύ πεντοζάλη και μπάλου στη Δόρα Στράτου και κάποιας λέσχης μπριτζ στο Φάληρο. Εκείνα τα πρωινά Σαββάτου κατά τα οποία η Χριστίνα μετατρέπει σε παπούτσια, τσάντες και πουκάμισα όσα έχει βγάλει ένα μήνα. Εκείνα τα σαββατόβραδα που άπαντες αφού κάνουν μια ώρα μέχρι να φτάσουν στο τρέντι μπαράκι, αισθάνονται πως έπιασαν τη νικήτρια στήλη του τζακ ποτ όταν βρίσκουν να παρκάρουν και πως εισπράττουν το ρευστό όταν πάρουν το ποτό-μπόμπα στο χέρι.

Ελεύθερος χρόνος είναι εκείνα τα μεσημέρια της Κυριακής που η μεν Μαργαρίτα γκρινιάζει επειδή δεν έχει με ποιον να διαβάσει παρέα τις κυριακάτικες εφημερίδες (και ενίοτε σε ποιον να τις φέρει στο κεφάλι), η δε Ειρήνη διαμαρτύρεται διότι πρέπει να καλέσει την πεθερά της για φαγητό, αντί να πάει βόλτα με τον Γιώργο στη θάλασσα. Και είναι κι εκείνα τα βραδάκια της Κυριακής που χτυπά η μελαγχολία του αμείλικτου χρόνου και της νέας εβδομάδας (και της δουλειάς) που έρχεται. Λυπάμαι. Τέτοιο χρόνο δεν προλαβαίνω να έχω. Κι αν με ρωτήσουν για το κενό στο βιογραφικό; Θα απαντήσω πως δεν βρήκα ελεύθερο χρόνο να το συμπληρώσω.