Τι κάνει ένα πυκνό αφήγημα, γραμμένο λίγο μετά τον εμβληματικό Μόμπυ Ντικ, δηλαδή πριν από ενάμιση και πλέον αιώνα, να διαβάζεται σήμερα με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, ακυρώνοντας την ίδια στιγμή αμέτρητα, βαρύγδουπα αμαρτήματα συγγραφέων, τα οποία κάνουν το παν για να μάς πείσουν ότι όντως αποτελούν «σύγχρονα μυθιστορήματα»; Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891) με τον Μπενίτο Σερένο, ο οποίος κυκλοφορεί στη γλώσσα μας ιδιαίτερα φροντισμένος από τις Εκδόσεις Άγρα, απαντά στο ερώτημα κατά τρόπο υποδειγματικό, προσφέροντας ταυτόχρονα μια σπάνια αναγνωστική απόλαυση. Έργογεμάτοανατροπές, πολύσημες εκφάνσεις, διφορούμενες αποτιμήσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αλλά και οξυδερκέστατες αποτυπώσεις της σταθερά εναντιωματικής σχέσης που συνδέει τον πολυπράγμονα, ενίοτε αυτοκαταστροφικό άνθρωπο με τη γειτονική του, απρόσωπη όμως Φύση, παραπέμπει με τη σειρά του στα εσωτερικά τοπία του διάσημου Δανού πρίγκιπα, του Άμλετ, ο οποίος, ως γνωστόν, στη θέση του αγαθού είδε να υπεισέρχεται με βήμα σταθερό η φρίκη της πλεονεξίας και ο σολοικισμός του φόνου. Το ισχυρό πλέγμα των απαξιών, το οποίο θέλει να στραγγαλίσει στην κυριολεξία του όρου άλλη μια αντικειμενικοποίηση της απόλυτης αθωότητας, δηλαδή τον πλοίαρχο Αμεσσάι Ντηλέηνο, έναν από τους κύριους χαρακτήρες της νουβέλας, καταρρέει την τελευταία στιγμή. Ο συγγραφέας, ακριβώς σε αυτό το σημείο, φαίνεται να πιστεύει ότι το Κακό έχει κι αυτό τα τρωτά του σημεία.

Ευτυχώς: ίσως να πρόκειται για την ενδελεχέστερη παρηγορία της Λογοτεχνίας- εξ ου και η αύρα, η οποία στεφανώνει όλες τις σελίδες του βιβλίου, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δοθεί και σ΄ εμάς.