ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΩΝ;
ΚΙ ΑΝ ΝΑΙ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΟΥ;
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΙΚΗΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΟΙ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΩΝ; ΑΥΤΑ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΕΞΕΤΑΖΕΙ Ο ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ ΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ
Ορισμένα κατακτημένα υπάρχουν: Ο σπουδαίος Γάλλος ιστορικός Μαρκ Μπλοκ έγραφε: «Οι πηγές είναι σαν τους μάρτυρες στο δικαστήριο. Απαντούν μονάχα σε ό,τι τους ρωτήσεις· κι αν δεν τους ρωτήσεις, σιωπούν». Τα κατακτημένα όμως διαρκούν; Ή μήπως χρειάζεται πάντα να αναρωτιόμαστε για το πώς τα κατανοούμε και πώς τα εμπλουτίζουμε; Δεν αναφέρομαι τόσο στο γεγονός της χονδροειδούς ή της έντεχνης αδιαφορίας για τις πηγές, όσο στο ίδιο το γεγονός της αντιμετώπισής τους. Τι είναι και τι μας λένε λοιπόν οι πηγές; Σε τι ανταποκρίνονται; Μας μιλάνε για πραγματικότητες- και για ποιες; Πώς τις ρωτάμε;

Ο Σπύρος Ασδραχάς με το βιβλίο του, αποτύπωση μιας ενότητας σεμιναριακών μαθημάτων-συζητήσεων, έρχεται να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα, όχι προσφέροντας μια θεωρία («είμαι αντίθετος του έωλου θεωρητικού λόγου»: σ.

22), αλλά βάζοντας το χέρι πάνω στη ζεστή ύλη των κειμένων και αφουγκραζόμενος τους ποικίλους δρόμους, τρόπους και αφορμές της ιστορικής μαρτυρίας.

Τα κείμενα πάνω στα οποία δοκιμάζει τη ματιά του είναι ορισμένα από τα απομνημονεύματα αγωνιστών της επανάστασης (Νικόλαος Κασομούλης, Φωτάκος, Μιχαήλ Οικονόμου, Κανέλλος Δεληγιάννης, Παναγιώτης Παπατσώνης, Αμβρόσιος Φραντζής, Μακρυγιάννης), κείμενα για τον Χρίστο Μιλιόνη και το

Σπύρος Ι. Ασδραχάς

ΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΤΗΣ ΑΠΟ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΩΝ)

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ: ΕΥΤΥΧΙΑ ΛΙΑΤΑ- ΑΝΝΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ- ΠΟΠΗ ΠΟΛΕΜΗ, ΕΚΔ.

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΑΡ. 92, 2007, ΣΕΛ. 254

Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας του Παναγιώτη Σκουζέ, κείμενα που φωτίζουν ένα συγκεκριμένο «πεδίο παρατήρησης»: τον ελληνικό («ελληνόφωνο») κόσμο κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης. Πρόκειται για κείμενα στα οποία εμφιλοχωρεί «το οικονομικό και τα υποκείμενά του, χωρίς να υπόκεινται σε κάποιο οιονεί θεωρητικό πρότυπο», που «δεν πραγματεύονται το οικονομικό, αλλά ενέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το οικονομικό στο αφήγημά τους. […] Δεν πρόκειται φυσικά για μία πραγμάτευση που αποβλέπει στην άγρα οικονομικών πληροφοριών, αλλά για μια προσπάθεια ανίχνευσης κάποιων από τους όρους που διέπουν την πρόσληψη του οικονομικού, όροι υποκειμενικοί κατά τα φαινόμενα αλλά στην ουσία συλλογικοί, άρα κοινωνικοί» (σ. 15).

Απομνημονεύματα

Θα έλεγε κανείς ότι τα απομνημονεύματα, που γράφονται λίγο μετά το όριο της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος χώρος τέτοιων ζητήσεων. Ομολογημένα ή όχι, οι συγγραφείς τους θέλουν να εξάρουν τον ατομικό ή οικογενειακό τους ρόλο στον Αγώνα, να πολεμήσουν απόψεις, να δείξουν το βάθος και τις ρίζες της οικογένειάς τους ή του κοινωνικού στρώματος στο οποίο ανήκουν μέσα στην «αντιστασιακή ιστορία», να προβάλουν αξιώσεις… Ό,τι όμως και να συμβαίνει, δύο πράγματα είναι σίγουρα. Το πρώτο, ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν πριν και μετά την επανάσταση, ότι έχουν ανδρωθεί μέσα σ΄ έναν κόσμο που δεν μπορούσε να προβλέψει το φοβερό όριο του 1821, ότι η συνείδησή τους διαπεράστηκε από μνήμες (ατομικές, οικογενειακές, συλλογικές) αιώνων και νοοτροπίες ισχυρότατες, ότι οι ίδιοι απόχτησαν εμπειρίες μέσα σε έναν κόσμο που «ερχόταν από πολύ μακριά». Το δεύτερο, ότι τα κείμενα αυτά γράφονται εν όψει της συγκροτήσεως της συνολικής πλέον ιστορίας του χώρου (του λαού, του έθνους…), στο πλαίσιο της οποίας καθένας (άτομο, οικογένεια, στρώμα) αναζητούσε τη θέση του· κι όπως γνωρίζουμε, η βύθιση των καταβολών στο παρελθόν αναδεικνύει, εξευγενίζει και βάζει υποθήκες διεκδίκησης για το μέλλον.

Λοιπόν, ο κόσμος που αναδύεται μέσα από τη μεθοδολογική προσέγγιση του βιβλίου είναι κυρίως ο πολύσημος προεπαναστατικός: ο κόσμος του αρματολισμού και των προυχόντων, αλλά και η συμπλοκή τους· ο κόσμος της αγροτικής οικονομίας· ο κόσμος των συνοχών, των αλληλεγγυοτήτων και των συγκρούσεων· ο κόσμος του εμπορίου και της αγοράς· ο κόσμος της οικονομίας της βίας, ο κόσμος της πρωτόγονης επανάστασης: ο κόσμος που ζούσε στη «μονοτονία των αγροτικών έργων και ημερών, στη μονοτονία των στοιχειωδών κατασκευών της βιοτεχνίας» (σ. 30). Πώς βιωνόταν αυτός ο κόσμος μέσα στον αργόσυρτο χρόνο, σε ποια σημεία εμφανίζονται οι τομές,- πρόκειται πράγματι για τομές;

Διαφορετική προσέγγιση

Η προσέγγιση εδώ αντιστρατεύεται την πεπατημένη και καθησυχαστική αντίληψη για την τελεολογία της ιστορίας: οτιδήποτε συνέβη πριν από το 1821 κατανοείται μέσα απ΄ αυτό. Αυτή την αντιϊστορική ερμηνεία υπονομεύει ο Ασδραχάς. Γιατί η ελληνική ιστοριογραφία, σε μεγάλο βαθμό, δεν απέφυγε τον κίνδυνο «του εκσυγχρονισμού του παρελθόντος και της συνακόλουθης μεθερμηνείας» (σ. 164). Μπορούμε να δούμε τον προεπαναστατικό κόσμο αυτονομημένο από το 1821; Να δούμε τα υποκείμενα, τις δομές, τους μηχανισμούς, τις νοοτροπίες του; Να δούμε εντέλει τι από όλα αυτά πέρασε μέσα στο 1821 και στην επόμενη εποχή;

Αν για τους απομνημονευματογράφους υπάρχει πράγματι μια γενεαλογία των επαναστάσεων, ένα επαναστατικό συνεχές, όπως το αντιλαμβάνεται ας πούμε ο Κασομούλης για τον 18ο αιώνα, ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με το 1821; Πώς εκείνος τις αντιλαμβανόταν και πώς αποτυπώνονται στο έργο του; Κι αν πράγματι μιλάμε για επαναλαμβανόμενες «συγκρούσεις» και εξεγέρσεις στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αυτές έχουν ίδια κατεύθυνση και ίδιο χαρακτήρα; Ας θυμηθούμε την επιγραμματική φράση του Ζαν Ντελιμώ: «οι εξεγέρσεις στην προκαπιταλιστική εποχή ήταν σαν τις απεργίες της σύγχρονης εποχής». Έχει τούτο για τη δική μας περίπτωση κάποια εξηγητική σημασία; Εν προκειμένω, ο Ασδραχάς μάς υπενθυμίζει ξανά μια από τις μαύρες τρύπες της ιστοριογραφίας μας, όταν αναρωτιέται πού μας οδηγούν τα συγκρουσιακά αυτά φαινόμενα, αλλά και πώς λειτουργούν οι αυτορυθμιστικοί μηχανισμοί του συστήματος. Μας οδηγούν στην έννοια της πρωτόγονης επανάστασης , «που ωστόσο δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο δίπολο εξουσία και αντεξουσία. Η πρωτόγονη επανάσταση εδώ δεν εκφράζεται μέσα από ένα ιδεολόγημα που θα ανταποκρινότανε στις προσδοκίες των ανθρώπων, όπως κοινωνική δικαιοσύνη, Δευτέρα Παρουσία και τα συναφή:

οι ανταρσίες αυτές δεν οδηγούν στην ανατροπή του συστήματος, αλλά στην ανατροπή των ανθρώπων που έχουν τους πρωτεύοντες ρόλους στο σύστημα αυτό. Η σύγκρουση έχει ως προϋπόθεση τη διαιώνιση ενός συστήματος. Κάποτε το σύστημα μπορεί να τροφοδοτεί αυτές τις “αντικοινωνικές” συμπεριφορές» (σ. 101).