Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΥΠΗΡΞΕ ΑΝΕΚΑΘΕΝ
ΕΝΑ ΔΙΑΦΙΛΟΝΙΚΟΥΜΕΝΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ
ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ, ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΟΤΙ Η ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΜΙΑΣ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ- Ή ΚΑΙ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ- ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ, Κ.ΛΠ. ΟΜΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΤΑΙ ΕΝΤΟΝΑ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται τα ινστιτούτα και τα κέντρα έρευνας και τεκμηρίωσης της πρόσφατης Ιστορίας. Ταυτόχρονα δημιουργούνται προγράμματα με στόχο τη διεθνή και διεπιστημονική προσέγγιση ποικίλων πεδίων όπως, λόγου χάρη, τα αμφισβητησιακά κινήματα νεολαίας που αναδύθηκαν διεθνώς στη μεταπολεμική περίοδο, ένα ζήτημα που παρουσιάζει για μας μεγάλο ενδιαφέρον, στην προσπάθειά μας να αναλύσουμε το ελληνικό νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα των δεκαετιών του 1960 και 1970, εντάσσοντάς το (και) στα διεθνή του συμφραζόμενα.

Παρά τις διεθνείς αυτές εξελίξεις, ο «χρονολογικός συντηρητισμός» έχει ακόμη ισχυρά ερείσματα στη χώρα μας, καθώς οι επαγγελματίες ιστορικοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό διστακτικοί απέναντι στη διαπραγμάτευση του πρόσφατου παρελθόντος. Μόλις τα τελευταία χρόνια- και σε μεγάλο βαθμό από νεώτερους ιστορικούς- επιχειρήθηκαν αξιόλογες απόπειρες ιστορικής προσέγγισης της δραματικής δεκαετίας του 1940. Σε μία έρευνα των «ΝΕΩΝ» που δημοσιεύθηκε πριν από δύο χρόνια (22.4.2005), ο Ηλίας Νικολακόπουλος σχολίαζε ότι «η περίοδος της χουντικής επταετίας εξακολουθεί, εν πολλοίς, να προσομοιάζει με μαύρη τρύπα, όσον αφορά τη συστηματική μελέτη της από τη σκοπιά της ιστορικής έρευνας». Αυτό είναι μεν ακριβές, αλλά δεν περιορίζεται στην περίοδο της δικτατορίας: επεκτείνεται σε όλα σχεδόν τα γεγονότα που συντελέστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Εκεί, το πεδίο καλύπτεται περιστασιακά- στην καλύτερη περίπτωση- από τους πολιτικούς επιστήμονες ενώ, ως επί το πλείστον, κυριαρχείται από τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς και τους ακτιβιστές. Αυτή η κατάσταση συντελεί στη διάχυση σε μεγάλο βαθμό λαϊκίστικων στερεοτύπων, στην επαναξιοδότηση αναχρονιστικών ανακριβειών και στην αναπαραγωγή μιας μάλλον κοντόφθαλμης, καταγγελτικής και συναισθηματικά φορτισμένης εικόνας, αντί μιας ψύχραιμης, στοχαστικής και ευρύτερης έποψης αυτής της περιόδου, συντηρώντας με τον τρόπο αυτό μια στρεβλή δημόσια συνείδηση.

Επιπλέον, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια έντονη ζήτηση εκ μέρους του ελληνικού κοινού μιας προσβάσιμης στον μη ειδικό ιστοριογραφίας του πρόσφατου παρελθόντος και δεν είναι αποδεκτό οι επαγγελματίες ιστορικοί να στρέφουν την πλάτη τους σε αυτό το αίτημα. Αυτή η στάση έχει ως συνέπεια η προσφορά που ανταποκρίνεται σε αυτή την αυξανόμενη ζήτηση, να συνίσταται κυρίως από ανακυκλούμενες κοινοτοπίες, αντί να αντλεί από τα αποτελέσματα μιας καινοτόμου επιστημονικής έρευνας, που έχει κάνει την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια, υπό μορφή αξιόλογων μελετών, διατριβών κ.λπ. που δεν βρίσκουν δυστυχώς διέξοδο για να διαχυθούν στο ευρύ κοινό.

Αυτή η προβληματική οδήγησε στη συγκρότηση, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ενός ειδικού Ερευνητικού Προγράμματος, με αντικείμενο τη συστηματική συγκέντρωση τεκμηριωτικού υλικού σχετικού με την πολιτική και κοινωνική ιστορία του 20ού αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται αφενός η συγκρότηση βάσεων δεδομένων και βιβλιογραφιών για τα παραπάνω αντικείμενα και αφετέρου η ιστορική μελέτη περιόδων, γεγονότων και επιμέρους φαινομένων και προβλημάτων. Εντός αυτού του Προγράμματος διεξάγεται και η έρευνα « Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973 », κάποια πρώτα αποτελέσματα της οποίας (σχετικά με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου) είχαν δει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στα «ΝΕΑ» τον Νοέμβριο του 2003.

Παρουσιάζοντας σήμερα μια (τελείως ενδεικτική) βιβλιογραφία για την περίοδο της δικτατορίας, τη χωρίζουμε σε δύο κύρια υποσύνολα: σε βιβλία που δημοσιεύθηκαν επί επταετίας (σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό και σε μεγάλο βαθμό στρατευμένα) και σε εκείνα που κυκλοφόρησαν μετά την μεταπολίτευση. Τα δεύτερα προσπαθήσαμε να κατατάξουμε (όχι πάντα με ευκολία) σε τρεις βασικές κατηγορίες: (α) τα τεκμήρια και τις προσωπικές μαρτυρίες, (β) τις δημοσιογραφικές προσεγγίσεις και (γ) τις μελέτες.

Διατρέχοντας την τελευταία κατηγορία, διαπιστώνουμε την ελάχιστη παρουσία των καθαρά ιστορικών βιβλίων. Όπως παρατηρούσε και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος στην έρευνα που προαναφέραμε, «αρωγοί στην κατανόηση του μείζονος αυτού προβλήματος του 20ού αιώνα έρχονται οι γειτονικές επιστήμες, Κοινωνιολογία, Πολιτικές Επιστήμες, Επιστήμες του Δικαίου κ.ά., που συμπληρώνουν πολλά κενά τής καθαυτό ιστορικής έρευνας».

Να προσθέσουμε ότι, στο εσωτερικό κάθε κατηγορίας, τα βιβλία κατατάσσονται με τη χρονολογική σειρά της πρώτης τους έκδοσης.