Καυχιέται για όργια με ναρκωτικά και σχέσεις με τον Τζίμι Χέντριξ, τον Μικ Τζάγκερ και τον Κιθ Ρίτσαρντς και πριν από δύο εβδομάδες, στην όχι και τόσο τρυφερή ηλικία των 60, φωτογραφήθηκε γυμνή- φορώντας μόνον ένα πειρατικό καπέλο- για το «Stern», ένα από τα δημοφιλέστερα περιοδικά της Γερμανίας.


Η Ούσι Ομπερμάιερ ήταν, και πολλοί θα έλεγαν ότι εξακολουθεί να είναι, το ωραίο, αν και χειρουργικά βελτιωμένο, πρόσωπο της χαοτικής εποχής της φοιτητικής εξέγερσης στη Γερμανία της δεκαετίας του 1960.

Μιας εποχής ελεύθερου σεξ και μαζικών διαμαρτυριών που γέννησαν τόσο το πασίγνωστο κίνημα των Πρασίνων, όσο και την άλλοτε επίφοβη RΑF, την τρομοκρατική οργάνωση Τμήμα Κόκκινος Στρατός.

Αυτό τον μήνα επέστρεψε στο πολιτιστικό προσκήνιο της Γερμανίας έπειτα από ένα διάλειμμα σχεδόν 40 ετών, με τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων της και με μια νέα ταινία που αφηγείται τα κατορθώματά της ως ειδώλου της φοιτητικής Αριστεράς: γκρούπι, μαχητική διαδηλώτρια και ένοικος του θρυλικού κοινοβίου του Βερολίνου, Κομμούνε Άινς (Κομμούνα 1).

Η Ομπερμάιερ ζει σήμερα σχεδόν ζωή ερημίτισσας. Εργάζεται ως σχεδιάστρια κοσμημάτων από το σπίτι της στο Τοπάνγκα Κάνιον, λίγο βόρεια του Λος Άντζελες, και σπάνια δέχεται επισκέπτες. Λέει πως πρόσφατα έμαθε να μαγειρεύει και σταμάτησε να χρησιμοποιεί το ψυγείο της για να αποθηκεύει μόνο τα Μανόλο Μπλάνικ της. Τις παλιές

Θυμάται πως κάποτε ο Μικ Τζάγκερ και ο Κιθ Ρίτσαρντς τσακώθηκαν για το ποιος θα την έπαιρνε στο κρεβάτι του

μέρες, λέει, το πρωινό της αποτελούνταν από «χυμό μήλου, μια γραμμή ηρωίνη και ένα τσιγαριλίκι». Μολονότι έγινε γρήγορα διασημότητα, η αρχή της ιστορίας της είναι τυπική της γενιάς της. Γεννήθηκε σε ένα φρικτό εργατικό προάστιο του Μονάχου και μεγάλωσε μέσα στην ανία μαζί με τη μητέρα της. «Ευχόμουν να πέσει ένα αεροπλάνο για να υπάρξει λίγη δράση», θυμάται. «Εκεί που έμενα, αισθανόμουν ότι τίποτε δεν συμβαίνει και τίποτε δεν θα συμβεί ποτέ». Η σωτηρία ήρθε μαζί με την εποχή του «σεξ ΄εν΄ ντραγκς ΄εν΄ ροκ ΄εν΄ ρολ». Η νεαρή Ούσι λάτρεψε τη ροκ μουσική και πήγαινε συχνά στο Μπιγκ Απλ Κλαμπ του Μονάχου, όπου έπαιζαν συγκροτήματα όπως τα Τhe Lords και Τhe Rattles, ενώ ένα βράδυ έπαιξε και ο Χέντριξ.

Χάρη στη σκανδαλώδη συμπεριφορά και την εντυπωσιακή εμφάνισή της, η Ομπερμάιερ κατάφερε να βρει γρήγορα δουλειά ως μοντέλο, όταν δεν έπαιζε τον ρόλο της διασημότερης γκρούπι της χώρας. Μιλάει με τρυφερότητα για τη σύντομη σχέση της με τον Χέντριξ, ο οποίος την πήρε στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο «Κεμπίνσκι» του Δυτικού Βερολίνου αφού έδωσε μια συναυλία στην πόλη. «Ήταν ο πιο ωραίος απ΄ όλους τους άνδρες μου», είπε σε συνέντευξή της την περασμένη εβδομάδα. «Το να κάνω έρωτα με τον Τζιμ ήταν μια από τις πιο βαθιές εμπειρίες μου», πρόσθεσε. Ακολούθησαν οι περιπέτειές της με τον Τζάγκερ και τον Ρίτσαρντς. Θυμάται σήμερα πως, σε μια συνάντησή τους, οι δύο Στόουνς τσακώθηκαν για το ποιος θα την έπαιρνε στο κρεβάτι του. Ο Τζάγκερ υποχώρησε. Η Ομπερμάιερ λέει πως διατηρεί ακόμη καλές σχέσεις με τον Ρίτσαρντς και πως μιλάνε συχνά οι δυο τους στο τηλέφωνο.

Στα τέλη των σίξτις βρέθηκε να ζει στο καπιταλιστικό Δυτικό Βερολίνο με τον νέο, διοπτροφόρο φίλο της, Ράινερ Λάνγκχανς. Οι δύο επρόκειτο σύντομα να γίνουν οι κορυφαίοι πρωταγωνιστές σ΄ ένα παράξενο κοινοβιακό πολιτικό πείραμα σχεδιασμένο ειδικά για να σοκάρει το συντηρητικό κατεστημένο της Γερμανίας.

«Όποιος έπινε μια Κόκα-Κόλα θεωρούνταν αντεπαναστάτης»


Το πείραμα της Κομμούνας 1 άρχισε από μια ομάδα μακρυμάλληδων μαοϊστών νεαρών, οι οποίοι κατέλαβαν ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κεντρικό Δυτικό Βερολίνο. Ελεύθερο σεξ, πολιτικά χάπενινγκ, ναρκωτικά και ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις κυριαρχούσαν στη ζωή στην Κομμούνα 1, όπου όλοι κοιμούνταν σε στρώματα στο πάτωμα. Όποια μετρητά υπήρχαν, μοιράζονταν σε όλους, οι πόρτες είχαν αφαιρεθεί από τις τουαλέτες και τα τηλεφωνήματα μεταδίδονταν από ένα μεγάφωνο. «Όποιος έπινε μια ΚόκαΚόλα θεωρούνταν αντεπαναστάτης», θυμάται η Ούσι Ομπερμάιερ στα απομνημονεύματά της. Πάντως το φαινόμενο Κομμούνα 1 κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή που τόσο επιθυμούσε η Ούσι. Φωτογραφίες της ημίγυμνης Ομπερμάιερ και του Λάνγκχανς δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά σε όλη τη χώρα, καθώς οι δυο τους έγιναν τα είδωλα μιας εποχής φοιτητικής αναταραχής.