– ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ; Ταβλιάστηκε και το παιδί; – Γιατί, το παιδί σε πηγάδι κατούρησε; Πάρ΄ το κάτω κι αυτό!

– Μα πώς;

– Πώς, ρωτάει το ούφο. Τι πώς, μανάρι μου; Τι πώς; Όταν πας σε ένα σχολείο όπου από τους 25 μαθητές οι 16 λείπουν με ίωση;

– Μόνο 9 παιδιά είναι καλά;

– Όχι, δεν κατάλαβες το πνεύμα μου! Τα εννιά παιδιά δεν είναι καλά. Απλά, αυτά τα στέλνουν άρρωστα. Άρρωστα τα στέλνουν, άρρωστα τα παίρνουν, τι έχουν τα έρμα…

– Δηλαδή;

– Δηλαδή, πάνε την πρώτη ώρα κάτι σουρνάμενα όντα, σε αθλία κατάσταση, με μάτια φωσφορούχα απ΄ τον πυρετό, από κάτω οι κύκλοι οι μαύροι οι κατίμαυροι. Πάνε την πρώτη ώρα, καταρρέουν τη δεύτερη. Στο μεταξύ, έχουν βήξει κι έχουν φτερνιστεί και- άρα- έχουν εξολοθρεύσει κάθε συμμαθητή τους που ακόμα στέκεται στοιχειωδώς στα πόδια του!

– Καλά, δεν πάν΄ στο ιατρείο;

– Δεν πάνε στο ιατρείο. Μπουσουλάνε μέχρι το ιατρείο. Παιδιά του Γυμνασίου, τα βλέπεις να μπουσουλάν στα τέσσερα. Τα εξετάζει η νοσηλεύτρια, παίρνει τον γονιό, πάει ο γονιός, παίρνει το παιδί, πάει κι αυτό, τάβλα. Να περάσει το επόμενο!

– Μα καλά, γιατί τα στέλνουν άρρωστα;

– Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα ούτε προβλέπει, ούτε επιτρέπει στη μαθητιώσα να αρρωστήσει. Από του χρόνου, μάλιστα, υπάρχει η σκέψη από το υπουργείο Παιδείας η ίωση να θεωρείται ποινικά κολάσιμη και να διώκεται αυτεπαγγέλτως.

– Τι λες τώρα;

– ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑ ΛΕΩ. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις το παιδί σου να ψήνεται στον πυρετό, ένα άδειο σακί, ένα ερείπιο; Και μέσα στην αθλιότητα, τα αντιπυρετικά, τις εφιδρώσεις, τα ρίγη, να κάθεται να υπολογίζει απουσίες ωριαίες και ημερήσιες; Κι όχι γιατί είναι κανένα σπασικλάκι. Όχι γιατί είναι κανένα φυτό. Αλλά γιατί όλη αυτή η αηδία έχει περάσει πια στο DΝΑ του. Από την πρώτη Δημοτικού, τα παιδιά, αντί να μαθαίνουν γράμματα, μαθαίνουν απουσίες. Ο δικός μου έτσι την έμαθε την προπαίδεια. 3 μέρες επί 8 ώρες, 3Χ8=24. Ξεφτέρι έγινε. Και να ΄ταν μόνο αυτό… – Γιατί, δεν είναι μόνο αυτό;

– Όοοοοοχι, αγάπη μου! δεν τους φτάνει το χάλι τους, πρέπει να παίρνουν και τα μαθήματα. Με 38, με 39, με ζαλάδες, πονοκεφάλους, πρέπει να παίρνουν ΚΑΙ τα μαθήματα. Την περασμένη εβδομάδα που ο γιος μου ήταν ακόμα στα πόδια του και πήγαινε σχολείο, τα απογεύματα μετά το σχόλασμα κάθε πέντε λεπτά βάραγαν τα τηλέφωνα. Τα σήκωνα, «παρακαλώ, μου δίνετε τον Παύλο;» λέγανε κάτι γέροι από την άλλη πλευρά του ακουστικού!

– Γέροι;

– Υπέργηροι. Καυκάσιοι. Στην αρχή τρελάθηκα. Λέω, από πότε το παιδί μου έχει πιάσει κονέ με το ΚΑΠΗ της περιφερείας μας. Μετά το ΄πιασα. Δεν ήταν γέροι. Συμμαθητές του ήτανε που τηλεφωνούσαν για τα μαθήματα. Κι από τον βήχα, το συνάχι, το μπούκωμα, τα δέκατα, τους πυρετούς, μιλάγανε σαν να υπαγορεύουνε την τελευταία τους επιθυμία.

– Εμείς δεν ήμασταν έτσι…

– ΕΜΕΙΣ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΗΜΑΣΤΑΝ, μια χαρά μεγαλώναμε, μια χαρά αρρωσταίναμε. Ούτε με απουσίες παθαίναμε παράκρουση, ούτε υστερικές κρίσεις μπας και χάσουμε μισό κεφάλαιο για τους μονοκύτταρους… πώς διάολο τους λέν΄ αυτούς οργανισμούς. Κι έτσι και δεν τον ξέρεις τον μονοκύτταρο και τον μονοσάνδαλο, έτσι και δεν τον αφομοιώσεις, δεν τον εμπεδώσεις, πώς θα πορευτείς μετά στη ζωή σου; Πώς θα βρεις μια δουλειά, πώς θα κάνεις παιδιά, οικογένεια; Αφού αυτά είναι γνωστά πράγματα. Μόλις ο γιος μου γνωρίσει ένα κορίτσι, εκείνη το πρώτο που θα τον ρωτήσει είναι για τον μονοκύτταρο. Αλλιώς, σου λέει, δεν κάνουμε χωριό!

– Τι να πω; Περαστικά στο παιδί;

– Όχι, φως μου! Όχι, περαστικά στο παιδί!

«Περαστικά στην Παιδεία»!