Ήμουν ξαπλωμένος, ανυπόφορα κουρασμένος λόγω της γρίπης κι έπαιζα με το τηλεκοντρόλ, ελπίζοντας ότι θα πέσω σε κάποια εκπομπή που θα με ξεκουράσει. Και ξάφνου βλέπω στην οθόνη ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Το πρόσωπο του Βασίλη Φωτόπουλου. Δεν καταλαβαίνω αμέσως περί τίνος πρόκειται. Ανοίγω τη φωνή κι ακούω ότι ο Βασίλης είχε πεθάνει…

Αφήνω όλα τα άλλα στην άκρη, για να πω ότι ο Φωτόπουλος ήταν ένα υπέροχο, ποιητικό άτομο. Ήξερε πολλά, αισθανόταν τα πάντα, διαισθανόταν ακόμη περισσότερα.

Και ήταν τολμηρός στις ιδέες του. Και δεν δίσταζε να τις λέει «φόραπαρτίδα». Ιδίως όταν κάποιοι του πρήζανε το συκώτι με τις χυδαιότητες, τις προκλήσεις και τα διάφορα «μαστορέματά» τους…

Πέθανε στα 73 του χρόνια. Κάναμε παρέα, δυνατή παρέα, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60. «Στέκι» μας, αν μπορώ να το πω έτσι, συχνά, το σπίτι του Μίμη Πλέσσα, στην οδό Ιθάκης.

Εκεί, εκτός από το ζεύγος Πλέσσα, ένα σωρό κόσμος: ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Ντίντης Καρύδης, ο Κούρκουλος μερικές φορές, ο Διονύσης Φωτόπουλος. Ο Βασίλης δεν φώναζε ποτέ. Μειλίχιος, τρυφερός, μοναδικός. Με ένα χαμόγελο αθωότητας στα χείλη μονίμως.

Κάποτε έφυγε για την Παιανία, είχε βαρεθεί την Αθήνα και ήθελε να απομονωθεί για να σκεφτεί και να ζωγραφίσει. Το σπίτι, σε ένα ωραίο κτήμα, ήταν μεγάλο, αλλά εκείνος είχε ανακαλύψει μια αποθήκη, «με καλό, όμως, φως» κι εκεί ξημεροβραδιαζόταν, με τις μπογιές και τα τελάρα του. Ζωγράφιζε, ζωγράφιζε, ζωγράφιζε. Και είχε κάτι έξω απ΄ αυτόν τον κόσμο η ζωγραφική του. Μοναστήρια, άγγελοι, άμφια, πόρπες, ζώνες, μεγάλες στολές βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Ένα βράδυ που τον είχα επισκεφθεί στην Παιανία, μου γνώρισε τον Μητροπολίτη Μελίτωνα της Χαλκηδόνας, απεσταλμένο του Πατριάρχη στη Ρώμη για να συντονίσει τις λεπτομέρειες της συνάντησης Δημητρίου- Πάπα. Λιτό δείπνο στην υπέροχη βεράντα του σπιτιού- καλοκαιράκι ήταν- και συζήτηση, σχεδόν μέχρι πρωίας. Ο Βασίλης γνώριζε πολλά.

Παρακολουθούσε όμως με απίστευτη ταπεινοσύνη όσα μας έλεγε ο διακεκριμένος- και ξεχωριστός στη σκέψη- προσκεκλημένος του.

Τον έβλεπα αραιά και πού στην Αθήνα. Σε κάποια έκθεση, στην είσοδο ενός θεάτρου, στον δρόμο. Τα λέγαμε στο πόδι για μερικά λεπτά, αλλά αυτός ο ελάχιστος χρόνος ήταν αρκετός για να φύγω από τη συνάντησή μας πιο πλούσιος, πιο φωτεινός. Γιατί ο Βασίλης ακόμη και τις ώρες που ήταν μελαγχολικός, γιατί κάτι σοβαρό του συνέβαινε, πάντα έβρισκε τη διάθεση να δίνει, να μη ρίχνει στα μούτρα τού άλλου τα βάσανά του. Ήταν ένας ευλογημένος άνθρωπος…