Η«Αριστερά της Αριστεράς», γράφαμε σε προηγούμενο σημείωμα («ΤΑ ΝΕΑ» , 15.12.06), επιστρέφει- για πρώτη φορά μετά το 1989- ως δύναμη αξιώσεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Αυτή η Αριστερά υιοθετεί μια έντονα κριτική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση: στο όνομα μιας «άλλης Ευρώπης», πρωτοστατεί στην αμφισβήτηση των πολιτικών και σε ορισμένες περιπτώσεις (με πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους το ΚΚΕ, το ΚΚ Πορτογαλίας ή τους Σουηδούς Πράσινους) του ίδιου του θεσμικού οικοδομήματος της Ε.Ε.

Η κριτική αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Η Ευρώπη έχει πολλά προβλήματα. Το μεγαλύτερο ίσως από αυτά θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ερώτημα: «τι να κάνουμε με τις λαϊκές τάξεις;». Η απουσία της κοινωνικής Ευρώπης, η απουσία πολιτικών αναδιανομής σε ευρωπαϊκό επίπεδο (πέραν της περιφερειακής πολιτικής) καθιστούν την Ε.Ε. έναν κολοσσό που ρυθμίζει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες (κυρίως στα θέματα ενιαίας αγοράς), αλλά στερείται κοινωνικής πολιτικής. Η σημερινή Ευρώπη δεν έχει «σχέδιο για τους φτωχούς». Και αυτοί της το ανταποδίδουν, μη εντασσόμενοι σε κανένα «σχέδιο για την Ευρώπη». Και στις 25 χώρες της Ε.Ε. η σκληρή ραχοκοκαλιά του σύγχρονου ευρωσκεπτικισμού έχει ισχυρό κοινωνιολογικό στίγμα, συγκροτείται- με μια συστηματικότητα που εκπλήσσει- από τα λαϊκά στρώματα.

ΗΕ.Ε. είναι ένα πολύπλοκο δυσκίνητο σύστημα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συναίνεση και στη λογική των συμβιβασμών και των μικρών βημάτων. Είναι, επίσης, ένα σύστημα με ασθενικό ρόλο για τα κόμματα, χωρίς ισχυρό κέντρο εξουσίας (είναι «ακέφαλο» έγραψε ο Ρ. Μagnette), στο οποίο δεν υπάρχει ένας κυρίαρχος σταθερός συνασπισμός εξουσίας (είτε κρατών είτε κομμάτων). Επιπλέον, το σύστημα αυτό είναι βαθύτατα συντηρητικό, υπό την έννοια ότι «προστατεύει» τις ενότητες (κράτη) που το συγκροτούν και δεν αλλάζει εύκολα τις αποφάσεις, θεσμικές και πολιτικές, που έχει λάβει. Το ευρωπαϊκό σύστημα, με κριτήριο όλα τα ανωτέρω, «κουβαλάει στην πλάτη του», όπως πολύ εύστοχα έχει γράψει ο Λ. Τσούκαλης, «μεγάλο ιστορικό βάρος το οποίο λειτουργεί εις βάρος […] των νέων πολιτικών πλειοψηφιών». Λειτουργεί, επίσης, σε βάρος των ανατρεπτικών θεσμικών πρωτοβουλιών και των ρηξικέλευθων πολιτικών κινήσεων.

ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ

η ριζοσπαστική Αριστερά, χωρίς να συμβάλει στο τσάκισμα της ευρωπαϊκής ραχοκοκαλιάς, να προκαλέσει έναν νέο λαϊκό ευρωπαϊσμό;

Αυτό δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα «συλλογικής δράσης» – και ταυτότητας- σε όσους θα ήθελαν να «αλλάξουν» την Ευρώπη. Πώς να αλλάξεις ένα κλειστό στη λογική αλλαγών σύστημα, χωρίς να το μπλοκάρεις; Πώς να είσαι ριζοσπαστικός (υπό την έννοια της προώθησης νέων πολιτικών και νέων πλαισίων) σε ένα σύστημα που, από την ίδια του τη φύση (πολύπλοκος και βαρύς μηχανισμός λήψης αποφάσεων, 27 κράτη-παίκτες), καθίσταται αυτόματα ευάλωτο όταν πιέζεται να αλλάξει; Πώς, συνεπώς, να αλλάξεις τις ευρωπαϊκές πολιτικές χωρίς να τσακίσεις την ευρωπαϊκή «μηχανή» που τις παράγει; Στα πιο πάνω σκοντάφτουν όλοι εκείνοι (δεξιοί, κεντρώοι ή αριστεροί, φεντεραλιστές ή «ρεπουμπλικανιστές», οπαδοί της Ευρώπης-δύναμη ή οπαδοί της κοινωνικής Ευρώπης) που θέλουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, να τροποποιήσουν την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τα πιο πάνω η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά δεν καλείται να τα σεβαστεί (εάν τα σεβαστεί δεν θα είναι ριζοσπαστική) δεν μπορεί όμως να τα αγνοήσει (εάν τα αγνοήσει δεν θα είναι «ευρωπαϊκή», υπό την έννοια της αναζήτησης λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Αυτό την υποχρεώνει να κινείται πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Και συχνά να στρέφεται στον «ουτοπισμό», είτε στον ουτοπισμό της επιστροφής στο- εξασθενημένο- εθνικό κράτος (τα κόμματα με έντονο ευρωσκεπτικιστικό προσανατολισμό) είτε στον ουτοπισμό ενός ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους, του οποίου η συγκρότηση είναι σήμερα αδύνατη (τα πιο φιλο-ευρωπαϊκά κόμματα).

Oι κατακτήσεις της Ε.Ε. (με μεγαλύτερη το γεγονός της ύπαρξης της) είναι προϊόν της Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς. Το ίδιο ισχύει και για τα σημερινά αδιέξοδα και την έλλειψη ορμής της ΕΕ. Είναι σε θέση η ριζοσπαστική Αριστερά, χωρίς να συμβάλει στο τσάκισμα της ευρωπαϊκής ραχοκοκαλιάς, να προκαλέσει ένα νέο λαϊκό ευρωπαϊσμό; Είναι σε θέση να προτείνει μια «νέα διήγηση» για την Ευρώπη και να επιθέσει τη δική της «αριστερή» σφραγίδα σε ένα εγχείρημα που μέχρι τώρα συντελέστηκε χωρίς αυτήν; Η ικανότητα αυτή προϋποθέτει τον επανορισμό του ριζοσπαστισμού, την προσαρμογή του ιστορικού ριζοσπαστικού σχεδίου στις νέες συνθήκες ενός συστήματος χωρίς ενιαία εξουσία και χωρίς ενιαίο «δήμο». Η μέχρι σήμερα διαχείριση του «όχι» των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και στην Ολλανδία δείχνει πως τα κόμματα αυτά αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες σε αυτή την «προσαρμογή». Βέβαια, ο ευρωπαϊκός χρόνος είναι αργός. Η νέα ριζοσπαστική Αριστερά που σήμερα ενισχύεται έχει ακόμη χρόνο μπροστά της για να επιτύχει. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους αντιπάλους της.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο