Θηλασμός σε κέντρο διανομής γάλακτος το 1942-43. «Το να φωτογραφίζεις τη

δυστυχία ως δυστυχία είναι εύκολο. Σκοπός της τέχνης είναι να βάζεις στην

απελπισία μια νότα αισιοδοξίας. Η Βούλα Παπαϊωάννου το έκανε μ’ έναν

ενστικτώδη τρόπο», υπογραμμίζει ο ιστορικός της φωτογραφίας Πλάτων Ριβέλλης

Οι φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου είναι σημαντικές για πολλούς λόγους. Για

τον ιστορικό της φωτογραφίας Πλάτωνα Ριβέλλη επειδή συνθέτουν ντοκουμέντο με

τη φωτογραφία έργο τέχνης. Για τη διευθύντρια φωτογραφίας του Μουσείου Μπενάκη

Φανή Κωνσταντίνου επειδή εμπνέονται από αγάπη απέναντι στον άνθρωπο και

διεισδύουν και φθάνουν ώς το βάθος της απελπισίας, εκεί όπου το μόνο που μένει

είναι η ελπίδα που γεννά μια νότα αισιοδοξίας.

Αυτό όμως που τις κάνει μοναδικές «είναι ότι ορισμένες από αυτές έσωσαν ζωές»,

όπως λέει η Γερμανίδα φωτογράφος Γιοχάνα Βέμπερ, με αφορμή τη μεγάλη

αναδρομική έκθεση και την έκδοση μιας μονογραφίας με 460 φωτογραφίες της

Βούλας Παπαϊωάννου. Η δε σεμνή γυναίκα που πέθανε το 1990 σε ηλικία 92 ετών

συγκαταλέγεται και διεθνώς στους μεγάλους εκπροσώπους της «κοινωνικής

φωτογραφίας».

«Μόλις ήρθε η Κατοχή, το πρώτο που μας απηγόρεψαν ήταν οι μηχανές. Τότε

δούλεψα με μια μηχανή κρυφά. Έκανα τη δική μου αντίσταση», λέει η Βούλα

Παπαϊωάννου σε μιαν από τις ελάχιστες προσωπικές μαρτυρίες της.

Το 1940, όταν δεν τη δέχθηκαν να πάει να φωτογραφίσει στο μέτωπο ως ρεπόρτερ,

ήταν ήδη 42 χρόνων. «Κάντε», της είπαν, «τη ζωή του πολέμου στην Ελλάδα».

Έτσι, η φωτογράφος των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων, βυζαντινών μοναστηριών και

τοπίων βρέθηκε στους δρόμους. Στράφηκε στην προσπάθεια των αμάχων. Φωτογράφισε

τους οικογενειάρχες που πήγαν να καταταχτούν, τις αφίσες των θεατρικών

επιθεωρήσεων με θέμα τον Μουσολίνι, την ετοιμασία ρουχισμού από τις γυναίκες

για τους στρατευμένους, την επιστροφή των πρώτων τραυματιών από το μέτωπο.

Τον χειμώνα του ’41 – ’42, όταν θέριζε η πείνα, με χίλιους κινδύνους

φωτογράφισε το αποτρόπαιο θέαμα των αποσκελετωμένων ανθρώπων και ιδίως παιδιών

και εισχώρησε στα νοσοκομεία για φωτογραφίες, που εξήντα πέντε χρόνια μετά σε

κάνουν ν’ ανατριχιάζεις.

Οι φωτογραφίες φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό, κυκλοφόρησαν ευρύτατα εκεί όπου

έπρεπε και ανάγκασαν τους Συμμάχους να σπάσουν τον αποκλεισμό της Ελλάδας σε

τρόφιμα. Η φωτογράφος όμως έπρεπε να μείνει στην ανωνυμία. Η Βούλα Παπαϊωάννου

ήταν εκεί όταν έφτασε το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς» με τα πρώτα τρόφιμα και

μαζί με τον φίλο της χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνό, το 1943, έφτιαξαν σε τέσσερα

μόνο χειροποίητα αντίτυπα «Το Μαύρο Βιβλίο», με 83 θέματα, «πορτρέτα παιδιών

και ενηλίκων στα πρόθυρα του θανάτου από την ασιτία», που προλογιζόταν μ’ έναν

στίχο από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη: «Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε

θρηνήσαι». Και μόνο για να δει κανείς αυτή την ειδική ενότητα των φωτογραφιών,

αξίζει να κατέβει στο νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Κι αυτό

γιατί μέσα στη δυστυχία και την άκρα ταπείνωση εκείνο που προβάλλουν και

διαφυλάσσουν είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η αποστολή της Βούλας Παπαϊωάννου συνεχίστηκε την επαύριο της Απελευθέρωσης

και των Δεκεμβριανών. «Αποτυπώνει τα ίχνη που αφήνει το κακό στο πέρασμά του

τόσο στον τόπο, όσο και στους ανθρώπους», όπως σημειώνει η Φανή Κωνσταντίνου.

«Αποτυπώνει την ξένη ανθρωπιστική βοήθεια, την προσπάθεια ανασυγκρότησης, τα

πρόχειρα ιατρεία, τα ξυπόλητα παιδιά, τους ομήρους που παλιννοστούν, κρατώντας

πάντα την εχεμύθεια για το εμπιστευτικού χαρακτήρα υλικό».

«Το αντίστοιχο των Καραμαζώφ»

Χρειάστηκαν έρευνες σε ξένα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού στην Ελβετία και της

ΟΥΝΡΑ στις Ηνωμένες Πολιτείες για να ταυτοποιηθούν οι φωτογραφίες της

Παπαϊωάννου, η οποία δώρισε το αρχείο της από 13.500 αρνητικά και μερικές

χιλιάδες φωτογραφίες στο Μουσείο Μπενάκη. Δεκαπέντε χρόνια ετοιμασίας – με

κύριο χορηγό το Ίδρυμα Σ. Νιάρχος – μεσολάβησαν για να εκδοθεί το

άλμπουμ-μονογραφία για τη Βούλα Παπαϊωάννου. «Το αντίστοιχό της στη λογοτεχνία

είναι οι αδελφοί Καραμαζώφ», υποστήριξε ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος. «Η

φωτογράφος δεν αποτυπώνει τη φρίκη. Έχει πάει πολύ μακριά μέσα στο βλέμμα».

INFO

«Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου 1898 – 1990, από το Φωτογραφικό Αρχείο του

Μουσείου Μπενάκη», στο Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο οδού Πειραιώς 138, τηλ.

210-3453.111. Έως τις 3 Δεκεμβρίου.