Είχαμε σχεδόν ξεχάσει τις πυρκαγιές. Και ό,τι ξεχνάς είναι σαν να μην υπάρχει.

Οι παλιές πληγές επουλώθηκαν και ο κρατικός μηχανισμός πήγε διακοπές. Ώσπου οι

σειρήνες άρχισαν πάλι να σφυρίζουν σαν τρελές, τα καναντέρ να κάνουν βουτιές

στη θάλασσα και τα κανάλια να γεμίζουν φλόγες, κραυγές και συνθήματα. Φταίει η

ανίκανη κυβέρνηση. Φταίει η Πυροσβεστική. Φταίνε οι εμπρηστές. Φταίνε οι

επερχόμενες εκλογές. Φταίνε οι Τούρκοι. Οι θεωρίες της συνωμοσίας, αν και

ξεφτισμένες, ανασύρονται από το χρονοντούλαπο.

Η συγχορδία όμως των πολλών επεισοδίων, και μάλιστα σε τελείως ανεξάρτητες και

ανομοιογενείς – από την άποψη των χρήσεων περιοχές – μας οδηγεί και πάλι στον

κλιματικό παράγοντα. Καλοκαιρινή ανομβρία, υψηλότατες θερμοκρασίες, δυσμενείς

άνεμοι. Και δυστυχώς, η επανάληψη των ως άνω συνθηκών, έστω και αν αυτές δεν

υπακούουν σε καμιά περιοδικότητα, μας οδηγεί σε ένα και μόνο ασφαλές

συμπέρασμα: ότι τα δάση, ιδιαίτερα τα μεσογειακά, δεν είναι δυνατόν να

αποφύγουν την πυρκαγιά. Θα λέγαμε μάλιστα με τρόπο που ίσως ακούγεται

προκλητικός, ότι είναι προγραμματισμένα να καίγονται. Τα ώριμα κυρίως δάση,

συσσωρεύουν σταδιακά μεγάλες ποσότητες νεκρής βιομάζας (πευκοβελόνες, ξερά

κλαδιά, φύλλα θάμνων) που καθώς καλύπτουν με παχύ στρώμα το έδαφος, δεν

αφήνουν μεγάλα περιθώρια στη βλάστηση και την ανάπτυξη των νέων φυτών.

Επιπλέον, δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για αυτανάφλεξη ή και για εύκολη

μετατροπή μιας ασήμαντης σπίθας σε πυρκαγιά. Όμως αυτό δεν είναι το τέλος του

δάσους. Αντίθετα, είναι μια νέα αρχή. Η υψηλή θερμοκρασία ενεργοποιεί τον

«εκρηκτικό μηχανισμό» των καρπών, οι σπόροι εκτινάσσονται σε μεγάλες

αποστάσεις, η στάχτη αποτελεί το ιδανικό υπόστρωμα για μια γρήγορη και φυσική

αναγέννηση. Αυτός ο κύκλος – αναγέννηση, ωρίμαση, πυρκαγιά – είναι μέρος ενός

αναπαραγωγικού μηχανισμού που έχει τις ρίζες του στην ίδια τη διαδικασία της

εξέλιξης.

Τα πράγματα περιπλέκονται και συχνά παίρνουν δραματικές διαστάσεις όταν μαζί

με το φυσικό δάσος συνυπάρχουν και άλλες χρήσεις: τουρισμός, καλλιέργειες,

χωριά και οικισμοί, αλλά και μεμονωμένες εξοχικές κατοικίες (νόμιμες και

αυθαίρετες). Στις περιπτώσεις αυτές, ο προκαθορισμένος χαρακτήρας του δάσους

σε μεγάλο βαθμό ακυρώνεται. Στις φυσικές αιτίες των πυρκαγιών προστίθενται και

τα ανθρωπογενή αίτια, η φωτιά παύει να είναι ένας μηχανισμός ανανέωσης και

συχνά μετατρέπεται σε θεομηνία. Τα σπίτια και οι ελιές δεν ξαναφυτρώνουν τον

επόμενο χρόνο, τουλάχιστον με την ίδια ευκολία που αναπτύσσονται τα δασικά

οικοσυστήματα, και το φυσικό φαινόμενο παίρνει διαστάσεις τραγωδίας.

Εκεί, στις μεικτές χρήσεις, απαιτείται αυτό που ονομάζεται ειδική διαχείριση.

Αν κάπου έχει νόημα η αντιπυρική προστασία, δεν είναι στην καρδιά του δάσους,

αλλά γύρω και μέσα στις ευπαθείς ζώνες που φιλοξενούν ανθρώπινες

δραστηριότητες. Προσωπικά είμαι αντίθετος στους πυκνούς δασικούς δρόμους και

τις ζώνες αναστολής που τραυματίζουν το τοπίο και συχνά ακυρώνουν τη

φυσικότητα εν ονόματι της προστασίας. Τέτοια όμως έργα έχουν ουσιαστικό

περιεχόμενο όταν προορίζονται να προστατεύσουν οικισμούς (όχι μεμονωμένα

κτίρια, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο) τουριστικές εγκαταστάσεις, εκτεταμένες

και επιρρεπείς στη φωτιά δενδρώδεις καλλιέργειες. Εκεί μπορεί να συμβάλει και

μια πολιτική πρόληψης – που κατά κανόνα είναι άγνωστη στη χώρα μας – και που

στοχεύει στην έγκαιρο εντοπισμό της φωτιάς και στην ετοιμότητα του μηχανισμού

πριν από την ανάπτυξη των γνωστών μετώπων. Εκεί μπορεί να είναι χρήσιμη και η

σύγχρονη τεχνολογία για τον προσδιορισμό των περιοχών υψηλής επικινδυνότητας

με συνδυασμό δορυφορικών εικόνων, επίγειων ανιχνευτών και καλών μετεωρολογικών

προβλέψεων (απ’ ό,τι ξέρω τέτοιες προτάσεις υπήρξαν στο παρελθόν αλλά

μουχλιάζουν στα συρτάρια των συναρμόδιων υπουργείων, περιφρονημένες από

αλαζόνες και ημιμαθείς υπουργούς).

Κατά τα άλλα, η επόμενη μέρα δεν θέλει ούτε υστερία ούτε άσκοπες εκστρατείες

(που κρατούν συνήθως μερικές εβδομάδες – όσο αντέχει δηλαδή η επικαιρότητα).

Αν αφήσουμε το δάσος στην ησυχία του, αν δηλαδή δεν γίνει βοσκότοπος, οικόπεδα

ή μαγική εικόνα, γρήγορα θα ανακάμψει και θα γίνει εξ ίσου καλό, αν όχι

καλύτερο. Κι ας μην ποντάρουμε καλύτερα στις αναδασώσεις. Έτσι κι αλλιώς, όπου

δοκιμάστηκαν απέτυχαν. Κλασικό παράδειγμα η απόπειρα αναδάσωσης με ακτινωτή

πεύκη στο Στρατώνι της Χαλκιδικής στη δεκαετία του ’90. Τα δέντρα,

συνηθισμένα στο υγρό ωκεάνιο κλίμα της Καλιφόρνιας, δεν μπόρεσαν να

προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με τους παγετούς και τις χιονοπτώσεις τον

χειμώνα και τις μεγάλες ξηρασίες της θερινής περιόδου. Η αστοχία στην επιλογή

της ακτινωτής πεύκης ήταν παταγώδης.

Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός.