Στα 38 του, ο Αμερικανός Τζόναθαν Λίττελ, ο οποίος ζει στην Ισπανία,

εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα: 900 σελίδες, γραμμένες στα γαλλικά, με τίτλο

«Οι Ευμενίδες» και θέμα το Ολοκαύτωμα.

Τζόναθαν Λίττελ. Οι Γάλλοι κριτικοί εγκωμιάζουν το πρώτο του μυθιστόρημα

Πρόκειται για μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο της ιστορίας ενός φονιά των Ες-Ες,

ο οποίος θυμάται, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, τη δράση του στα εκτελεστικά

αποσπάσματα και τα στρατόπεδα θανάτου των ναζί. Το βιβλίο ξεκινάει με τη

φράση, «Συνάνθρωποί μου, αφήστε με να σας διηγηθώ πώς συνέβη», και ο Λίττελ το

έγραψε μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες, έπειτα από έρευνα πέντε ετών. Γάλλοι

κριτικοί συγκρίνουν τον συγγραφέα με τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον

Φλωμπέρ και τον Σταντάλ και το βιβλίο («Les Bienveillantes», Εκδ. Gallimard)

προαλείφεται για το βραβείο Γκονκούρ, το σημαντικότερο της γαλλικής

λογοτεχνίας. Για τον Ζερόμ Γκαρσέν του «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», «δεν είναι μόνο

ένα μεγάλο βιβλίο, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο»· για το «Λε Φιγκαρό Μαγκαζίν»

πρόκειται για «ένα μνημείο της σύγχρονης λογοτεχνίας».

Πώς όμως ένας Αμερικανός αποφάσισε να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα στα

γαλλικά; Ο Λίττελ, ο οποίος ζει στη Βαρκελώνη με τη Βελγίδα σύζυγό του και τα

δύο παιδιά τους, είναι Αμερικανοεβραίος, τελείωσε το Λύκειο στη Γαλλία και

σπούδασε στη συνέχεια τέχνη και λογοτεχνία στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του

Γέηλ. Λέει πως αισθάνεται «κυρίως Ευρωπαίος, καθόλου Γάλλος, αν το να είσαι

Γάλλος σημαίνει ότι λες όχι στην Ευρώπη», και η μοναδική χώρα στην οποία

αρνείται να ζήσει είναι οι ΗΠΑ, των οποίων απεχθάνεται τη νοοτροπία, την

ηθική, τα λόμπι, την εξωτερική πολιτική, τις απαγορεύσεις και τον πρόεδρο. Ο

πατέρας του είναι ο Ρόμπερτ Λίττελ, πρώην δημοσιογράφος στο «Νιούζγουηκ»

ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής και συγγραφέας κατασκοπευτικών

μυθιστορημάτων, ο οποίος «αυτοεξορίστηκε» στη Γαλλία στη δεκαετία του 1970. Ο

Λίττελ, ο οποίος μιλάει επίσης ρώσικα και σερβοκροατικά, λέει πως επέλεξε για

το μυθιστόρημά του τα γαλλικά επειδή είναι η γλώσσα των λογοτεχνικών

ινδαλμάτων του, του Φλωμπέρ και του Σταντάλ.

Την ιδέα για τις «Ευμενίδες» (ο τίτλος παραπέμπει στις Ερινύες και την

τραγωδία του Αισχύλου) την είχε αφού δούλεψε για μη κυβερνητικές οργανώσεις

στην Τσετσενία και τη Βοσνία, το Αφγανιστάν και τη Ρουάντα. Οι μαζικοί

δολοφόνοι, λέει, είναι σχεδόν πάντα σιωπηλοί. Κι αυτός ήθελε να βάλει κάποιον

να μιλήσει, σε πρώτο πρόσωπο. «Είναι ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις αυτούς

τους ανθρώπους. Το ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου πριν γράψω το μυθιστόρημά

μου ήταν «τι θα είχα γίνει αν είχα γεννηθεί στη Γερμανία το 1913, αντί στην

Αμερική το 1967;». Η απάντηση είναι το μυθιστόρημά μου… Ξέρω καλά πως τη ζωή

μας δεν την επιλέγουμε πάντα».