Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος και η Νατάσα Καλογρίδη σε σκηνή από την παράσταση «Μια

νύχτα με τον Σαίξπηρ»

Κατ’ αρχήν, δεν έχω, αντίθετα μάλιστα – αφού και ο ίδιος έχω προβεί σε ανάλογα

εγχειρήματα στο παρελθόν – καμιά επιφύλαξη για μια σύνθεση αποσπασμάτων ενός

συγγραφέα, ενός θεατρικού είδους διαφόρων συγγραφέων ακόμη και αν είναι παζλ

διαφορετικών μορφολογικά κειμένων και διαφορετικών εποχών στυλ γραφής.

Αρκεί να υπάρχει άξονας, στοχασμός, ακόμη και ένα ευφυές εύρημα που να

δικαιολογεί, έστω και προσχηματικά, τη σύνθεση. Έτσι είχαμε χαρεί πρόσφατα την

πανούργα και αποκαλυπτική παρωδία σαιξπηρικών αποσπασμάτων με τον τίτλο «Όλος

ο Σαίξπηρ σε μία ώρα».

Το εγχείρημα να συντεθούν ερωτικές σκηνές από διάσημα σαιξπηρικά έργα, δηλαδή

να παρουσιαστεί η ποικιλία των ερωτικών εκδοχών, διαπλοκών και παθών στα

κείμενα του μεγάλου Ελισσαβετιανού ποιητή, έχει και νόημα και ουσία και

σκηνική πρόκληση. Υποπτεύομαι πως το εγχείρημα διαχειρίστηκε ο ηθοποιός και

συγγραφέας Γιώργος Βαλάρης που εμφανίζεται ως διασκευαστής στην παραγωγή του

«Προσκηνίου» με τίτλο «Μια νύχτα με τον Σαίξπηρ». Εκείνος, ως γνώστης, ως

πτυχιούχος της Αγγλικής Φιλολογίας, έκανε τη συρραφή από το πρωτότυπο και

ζητήθηκε από τον ικανότατο Νίκο Χατζόπουλο να μεταφράσει τα αποσπάσματα που

επελέγησαν.

Θα μπορούσε κανένας να παρατηρήσει πως στη συγκεκριμένη συλλογιστική εμπίπτουν

και άλλα συχνά πλέον πρωτότυπα κείμενα του Σαίξπηρ, πέραν των όσων, γνωστών,

ακόμη και από τις εξετάσεις δραματικών σχολών, που επελέγησαν («Όνειρο θερινής

νύχτας», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», Στρίγγλα», «Οθέλλος», «Μάκβεθ»). Λείπουν ο

εριστικός ερωτισμός του «Πολύ κακό για το τίποτε», το άγριο πάθος του

«Αντώνιου και Κλεοπάτρα». Λείπει το «Τρωίλος και Χρυσίδα», «Η δωδεκάτη νύχτα»,

με τον ερεθιστικό ερωτισμό της αμφιφιλίας, η ερωτική πανουργία των «Κυράδων

του Γουίνσορ», η κολασμένη ασέλγεια του «Ριχάρδου του Γ’», ο ερωτικός

πρωτογονισμός του Κάλιμπαν και η ερωτική παρθενική αποκάλυψη της Μιράντας στην

«Τρικυμία», ο ματαιωμένος έρωτας της Οφηλίας και του Άμλετ, ο μακάβριος

ερωτικός ανθρωποφαγικός ερωτισμός στον «Τίτο Ανδρόνικο».

Αλλά, έστω, θερινό θέαμα προορισμένο για τις σχολικές αυλές, τα άλση, τα

γήπεδα και τις πλατείες της ελληνικής υπαίθριας θεατρικής αγοράς παρουσία

παιδιών, νηπίων, αναψυκτικών, γρανίτας και πατατακίων! Εξάλλου σ’ αυτές τις

συνθήκες παίζονται αρχαίες τραγωδίες που ξεκίνησαν από την Επίδαυρο. Πρόσφατα,

μαθαίνω, η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» παίχτηκε στη Σαμοθράκη στο λιμάνι, πάνω στην

άσφαλτο απέναντι στις ψαροπούλες και στα γιοτ, σε ώρα αναχώρησης και

επιβίβασης ταξιδιωτών με την μπουρού των πλοίων να καλούν τους πελάτες!!

Μίζερες συνθήκες

Αυτές είναι οι μίζερες συνθήκες, που καλούνται οι καλλιτέχνες να τις

ξεπεράσουν και να επιβάλουν τη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Γιατί, βέβαια,

ιδιαίτερα το κοινό της επαρχίας που προσέρχεται συν γυναιξί και τέκνοις, έστω

κι αν προσελκύεται από την τηλεοπτική δημοφιλία κάποιων ηθοποιών, διψάει για

κάτι σοβαρότερο από τους «Στάβλους της Εριέττας Ζαΐμη». Κι έχω γίνει μάρτυρας

ενός θεατρικού, συχνά, θαύματος, ποικιλώνυμο πλήθος, θορυβώδες πριν αρχίσει η

παράσταση, εθισμένο στην άνεση του τηλεοπτικού καναπέ, να παγιδεύεται από τη

σοβαρότητα, τη συνέπεια, τον ιεραποστολισμό κάποιων θιάσων, από το κύρος του

κειμένου και το ύφος μιας παράστασης και να δαμάζεται και άφωνο να γοητεύεται

και να καλυτερεύει, να ανακαλύπτει την αθωότητα, την αγνότητά του, τη χαμένη

παρθενία του, να ξαναγίνεται παιδί, να απολαμβάνει το θάμβος. Καταργώντας,

σκηνή και κοινό, την αθλιότητα των συνθηκών.

Δυστυχώς όμως υπάρχουν και καλλιτέχνες που είτε συμβιβάζονται είτε σνομπάρουν

το κοινό τους. Στη χειρότερη περίπτωση υποτάσσονται στα γούστα του,

αναπαράγοντας τη δημοφιλή ευτελή τηλεοπτική αισθητική, τη φτηνιάρικη.

Αυτό δυστυχώς συνέβη με το θέαμα και το ακρόαμα που οργάνωσε ο Αντώνης

Καλογρίδης με τα ερωτικά αποσπάσματα του Σαίξπηρ. Εξαπάτησε κατ’ αρχάς τον

Χατζόπουλο, τον μεταφραστή, ο οποίος ως σοβαρός άνθρωπος με αγάπη και

ευαισθησία μετάγγισε στα νέα ελληνικά τη μεγάλη, φορτισμένη ποιητικά ουσία του

Σαίξπηρ. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ποια μοίρα του επεφύλασσε ο σκηνοθέτης

και δυστυχώς οι συνυπεύθυνοι ηθοποιοί. Και τι ηθοποιοί. Η Καραμπέτη, η Ζούνη,

η Ρώπα, ο Μάινας, η νέα ταλαντούχα Σκιάδη, ο ιδιότυπος αλλά εκμεταλλεύσιμος

Αγαρτζίδης.

Ο Καλογρίδης δεν στερείται προσόντων, παρόλο που είναι αυτοδίδακτος και

ασπούδαστος (και ως εκ τούτου, ως ημιμαθής, αλαζόνας) σκηνοθέτης. Πρόσφατα

σκηνοθετώντας τη Ζούνη στην «Γκωτιέ» και τη Δανδουλάκη στην Αγκάθα Κρίστι,

είτε γιατί φοβήθηκε είτε γιατί τον συγκράτησαν οι έχουσες και την επιχείρηση

θεατρίνες, έστησε ευπρόσωπες παραστάσεις. Αλλά συχνά πυκνά τον τσιμπάει η μύγα

και κλωτσάει την καρδάρα. Χλευάζει τα κείμενα, προσθέτει στον συγγραφέα,

αφαιρεί, υπονομεύει, ειρωνεύεται και όχι σπάνια «κάνει πλάκα» με τους

κλασικούς. Είναι πολύ της μόδας βλέπετε και έχει μεγάλη πέραση σε μια

απροσδιόνυση θεατρικά αλλά σαχλεπίσαχλη οιστρήλατη με τεχνητούς παραδείσους

νεολαία των ρέιβ πάρτι. Και το να απευθύνεται κανείς σ’ αυτούς, όπως τα

ποικιλώνυμα ροκ και τέκνο ακροατήρια, έχει κάποιο νόημα. Αλλά στο μικροαστικό

κοινό της Ραφήνας, σε νοικοκυραίους και τηλεοπτικά εθισμένους στα ριάλιτι

θεατές;

Παράσταση αλαλούμ

Ε ναι, ο Καλογρίδης ανακάλυψε στο βάθος της συνείδησής του και τον μπουλουκτσή

πρόγονο. Τέτοια θέλετε; Σκέφτηκε. Θα στήσω μια παράσταση αλαλούμ, όπου το μελό

θα διαδέχεται τον στόμφο, η επιθεωρησιακή σάχλα το χιούμορ του κάρου, η

υποκριτική του βωβού σινεμά τις χαριτωμενιές της οπερέτας. Θα σας σερβίρω ένα

Σαίξπηρ Σταβλάρχη της Εριέττας Ζαΐμη, να μάθετε. Και καλά, αυτός ο κύριος

αρμάτωσε ή νοίκιασε τη θερινή του γαλέρα. Αλλά γαλέρα χωρίς τσούρμο δεν

γίνεται. Και βρήκε πρόθυμο να ερμηνεύσει το «όραμά»του. Οι αναγνώστες μου

γνωρίζουν την απέραντη εκτίμησή μου σε καλλιτέχνες όπως η Καραμπέτη, η Ζούνη,

η Ρώπα, ο Μάινας (οι τρεις απ’ αυτούς έχουν τιμήσει με το ταλέντο τους

τραγικές μου μεταφράσεις). Η Σκιάδη και ο Αγαρτζίδης υπήρξαν μαθητές μου.

Είναι δεδομένη λοιπόν η εκτίμησή μου. Και θα πρέπει να θεωρήσουν ως δεδομένη

και την κατάθλιψη που μου προξένησε η ναυτολόγησή τους στην πειρατική γαλέρα

του Καλογρίδη.

Τι απωθημένα π.χ. επιστράτευσε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη που παλιότερα είχε

παίξει Άριελ στην «Τρικυμία» που είχε σκηνοθετήσει ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ώστε

να ξαναπαίξει το άφυλο ξωτικό σαν μπεμπέκα, όπως διακωμωδούσε τον τύπο η Ρένα

Ντορ στα ντουέτα της με τον Αλέκο Λειβαδίτη – θυμάστε το ανεπανάληπτο «Εγώ

μαριόλα εν μιλώ». Η Ρώπα, αυτή η δαιμόνια μηχανή ρυθμού, πώς μπόρεσε να

μετατρέψει την Κατερίνα τής «Στρίγγλας» σε Κατίνα μιμούμενη νούμερα της Ρένας

Βλαχοπούλου; Και η Ζούνη, τι έπαθε ξαφνικά, η ηθοποιός με μέτρο και εσωτερικό

βασανισμό, να παριστάνει τη Λαίδη Μάκβεθ σαν την Κυβέλη στην «Άγνωστο»; Κι ο

Μάινας, Πετρούκιος ντυμένος σαν τον Πάντζα ή τον Εξαρχάκο και την ανάλογη τού

εξωστρεφούς αυθάδεια, αυθεντική σ’ εκείνους, κακόγουστο καρμπόν σ’ αυτόν. Ο

Καλετσάνος παίζει Οθέλλο, όπως έπαιζε Δυσδεμόνα ο Ροτζάιρον, ο μεταμορφωτής.

Η σοβαρότητά μου δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ με τους άλλους της διανομής.

Και ο μεν Καλογρίδης είναι αδελφός της Νατάσας Καλογρίδη και ως αδελφός, αφού

του επιτρέπει εκείνη, μπορεί να την εκθέτει ανεπανόρθωτα, αλλά στο κάτω κάτω

δεν έχασε η Βενετιά βελόνι. Αλλά ο δύσμοιρος Σιδεράς, πιθανόν ένας χρήσιμος

ηθοποιός για χαρακτηριστικούς ρολάκους, πίστεψε πως άνοιξε η τύχη του

παίζοντας Μάκβεθ; Αμ, αν παιζόταν έτσι ο καταραμένος ρόλος του Σαίξπηρ, θα τον

είχε παίξει ο Κωνσταντάρας ως Λαμπρούκος.

Καρυοφυλλιά, Πέμη, Χρύσα, Στέλιο, Ιερώνυμε, Δανάη, Δημήτρη, υπόσχομαι να το

ξεχάσω. Αλλά το κοινό σας, θα ξεχάσει; Φοβάμαι όχι. Σας καταχάρηκε και πάντα

«τέτοια» θα σας ζητά. Λυπάμαι. Το ξέρω, τα λάθη ανθρώπινα. Αλλά πληρώνονται.