Για μερικές ημέρες τον χρόνο παραχωρείται στους ανθρώπους της πόλης το

δικαίωμα να βρεθούν κοντά σ’ αυτήν που, σε άλλους καιρούς, ονομαζόταν Μεγάλη

Μητέρα. Γόνοι χλωμοί από κούραση ή από τις εμμονές τους επιστρέφουν στη φύση

που τους περιμένει χωρίς να διαμαρτύρεται για την αργοπορία. Λείπουν οι

προσφωνήσεις και τα αυθόρμητα αγκαλιάσματα σ’ αυτήν τη συνάντηση. Για ν’

αρχίσει η γενέτειρα να επιδρά πάνω στα τέκνα της χρειάζεται κάμποσος χρόνος.

Ο παραθεριστής ανυπομονεί, κοιτάζει το ρολόι του. Πότε θ’ αρχίσει, επιτέλους,

η περιβόητη χαλάρωση στα νεύρα του; Μάταιη αναμονή. Γιατί το πρόβλημα δεν

βρίσκεται στα νεύρα, αλλά στις αισθήσεις του. Είναι άτονες, και η αρρώστια

τους τον κάνει να γίνεται όλο και πιο σπασμωδικός. Ένας ατροφικός που θα ‘θελε

να τρέξει, να πηδήξει και επειδή δεν εμπιστεύεται καθόλου τα πόδια του τα

κλωτσάει στον αέρα καθισμένος στην καρέκλα του.

Παρ’ όλα αυτά, τα περιοδικά και οι διαφημίσεις επιμένουν πως το καλοκαίρι

αφυπνίζει τις αισθήσεις. Μερικές στιγμές είναι αλήθεια πως απ’ τη θάλασσα ή

από κάποια βουνοκορφή φθάνει ένας ψίθυρος που μοιάζει με κάλεσμα. Είναι όμως

πολύ αμυδρός και σβήνει γρήγορα. Αδύνατον να γίνει δεκτή μια τόσο ριζική

προτροπή: «Αφεθείτε!». N’ αφεθεί κανείς σε τι και πώς; Το σώμα κουμπώνεται

μέχρι η νόηση να ζυγίσει τις συνέπειες της πιθανής περιπέτειας.

Πάρτε, για παράδειγμα, την όραση. Το να απλώσει κάποιος το βλέμμα του, να το

βυθίσει όσο γίνεται πιο μακριά, είναι ενέργεια που απαιτεί από το μάτι ν’

αλλάξει αμέσως συνήθειες. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται διαφυγή από οποιοδήποτε

«καδράρισμα». Στην πόλη τα πάντα σχεδόν εμφανίζονται σαν να ‘ναι τοποθετημένα

σε πλαίσια (οθόνες, παράθυρα κ.τ.λ.). Αντίθετα, στην ύπαιθρο τα περιγράμματα

σπάνε, τα αντικείμενα διαχέονται γύρω, σκορπίζουν. Αυτομάτως, το μάτι του

επισκέπτη τείνει να τα ξαναμαζέψει. Κάθε εστίαση, κάθε σύγκλιση είναι κι ένας

καθησυχασμός του αμφιβληστροειδούς. Χάνεται όμως έτσι η ευκαιρία να διασταλεί

το μάτι, να θαμπωθεί από τη διεύρυνση του ορίζοντα και ν’ αρχίσει έτσι να

διακρίνει καινούργιες μορφές μέσα σ’ ένα είδος οφθαλμαπάτης.

Να, εκείνο το ιστιοφόρο στο βάθος μοιάζει με πουλί πάνω στα κύματα. Εκείνο το

πουλί καθώς πετάει στην πλαγιά του βουνού μοιάζει με ταχύπλοο σε αρμυρά

σύννεφα. Μένοντας κάποιος στον ανοικτό χώρο ενδίδει σε παραισθήσεις, ζει με

τονωτικές μεταφορές. Εκεί έγκειται και η θεραπευτική ικανότητα της φύσης.

Τα ίδια ισχύουν και για την ακοή. Το αυτί τού κατοίκου της πόλης δέχεται

συνεχώς έναν καταιγισμό θορύβων. Μέσα στη σύγχυση, προσπαθεί να ξεχωρίσει, να

κατατάξει τις ηχογόνες πηγές. Αν το όργανο αυτό κυκλωθεί από τη σιγαλιά θα

επιχειρήσει κι εκεί, λόγω εθισμού, να ανιχνεύσει λανθάνοντες ήχους. Αδιανόητη

και τελικά ανησυχητική μοιάζει η σιγή ολόγυρα. Πρέπει να συλληφθεί ένα σήμα,

να δώσει ο εγκέφαλος κάποιον προσανατολισμό. Ο αρχαϊκός φόβος πως σχετικά με

το παιχνίδι των κρυφών δυνάμεων του ουρανού και της γης οι θνητοί δεν έχουν

ιδέα (φόβος μετριασμένος άλλοτε με τελετουργίες) επανέρχεται σήμερα

αναγκάζοντας το αυτί να τεντώνεται.

Κάποια στιγμή μπορεί ν’ ακουστεί ο θρυλικός ήχος της κουκουβάγιας. Λέμε: «A,

είναι η κουκουβάγια. Θρηνεί, είναι γρουσουζιά». Ένας άλλος θα μιλήσει για

δεισιδαιμονίες, μετά η συζήτηση θα πάει αλλού και η βραδιά θα κλείσει με

ανέκδοτα που ξορκίζουν κάθε κακό. Ωστόσο, η πραγματική νύχτα στην εξοχή ζητά

την παραμονή μας ανάμεσα σε ακαθόριστα πράγματα. Ακόμη περισσότερη έκθεση στο

μισοσκόταδο, ακόμα λιγότερη επιφύλαξη. Το σκούξιμο της κουκουβάγιας θα

ακουστεί ξανά. Μπορεί να σημαίνει πολλά, δυσοίωνα ή ευοίωνα. Δεν υπάρχει μία

και μόνη ερμηνεία. Ο Θόροου έλεγε πως αυτή η φωνή της νύχτας αντιπροσωπεύει

τις απραγματοποίητες σκέψεις, αυτές που δεν τόλμησαν να βγουν στο φως. Αν

είναι έτσι, η φύση από μητέρα γίνεται μαία μας. Δεν αξίζει λοιπόν να την

τιμάμε με το να μη μιλάμε πολύ, να μένουμε ξαπλωμένοι στο χορτάρι και να μη

σηκωνόμαστε να φύγουμε με το πρώτο ανατρίχιασμα;

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.