Ως «χονδροειδή ανακρίβεια» χαρακτηρίζει τα όσα αναγράφονται στο τελευταίο

βιβλίο του πρώην Πρωθυπουργού K. Σημίτη σχετικά με τον ρόλο της ΕΥΠ στην κρίση

των Ιμίων ο τότε διοικητής της, ναύαρχος Λ. Βασιλικόπουλος.

O ναύαρχος Λ. Βασιλικόπουλος υποστηρίζει ότι ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας

Σημίτης τον είχε κρατήσει «εκτός παιχνιδιού»

Σε επιστολή του προς «TA NEA», με αφορμή σχετικό δημοσίευμα στη στήλη

«Ενστάσεις» (Σάββατο 31-12-2005), ο κ. Βασιλικόπουλος υποστηρίζει ότι ουδέποτε

είπε στον τότε Πρωθυπουργό ότι ως αρχηγός της ΕΥΠ βρισκόταν ήδη σε επαφή με

τον αρχηγό της τουρκικής MIT, ούτε – όπως αναφέρεται στο βιβλίο του κ. Σημίτη

– προσφέρθηκε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις κατ’ εντολήν – πλέον – του

Έλληνα Πρωθυπουργού. Ο κ. Βασιλικόπουλος υποστηρίζει επίσης πως ο τότε

Πρωθυπουργός είχε άφησε την ΕΥΠ «εκτός παιχνιδιού» και έτσι η Εθνική Υπηρεσία

Πληροφοριών δεν γνώριζε ότι «η δεύτερη βραχονησίδα ήταν αφύλακτη».

Το ιστορικό

Το ιστορικό της κρίσης – και ανάμειξης της ΕΥΠ -, σύμφωνα με τον ναύαρχο

Βασιλικόπουλο, έχει ως εξής:

«Όταν η ελληνοτουρκική κρίση κλιμακώθηκε, κατά την κρίσιμη περίοδο, ο

διοικητής της CIA (Τένετ) μου έστειλε ένα τηλεγράφημα που έγραφε ότι η

κλιμάκωση της κρίσης τον ανησυχούσε ιδιαίτερα και συνιστούσε ότι θα έπρεπε και

οι δύο πλευρές να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να συμβάλουν στην αποκλιμάκωση

και στην επαναφορά του status quo ante. Παράλληλα, έστειλε στο γραφείο μου τον

σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, ο οποίος μου ανέφερε ότι παρόμοιο τηλεγράφημα

είχε στείλει και στον διοικητή της ΜΙΤ και, αν θέλαμε, η Υπηρεσία του ήταν

διατεθειμένη να μεσολαβήσει προκειμένου να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση.

Σημειωτέον ότι όλα αυτά λάμβαναν χώρα αρκετά πριν οι Τούρκοι αποβιβαστούν, με

ανορθόδοξη ενέργεια, στην αφύλαχτη βραχονησίδα.

Για την αμερικανική πρόταση (καμία σχέση με τον Τούρκο ομόλογό μου που

αναφέρει ο κ. Σημίτης), η οποία δεν διέφερε σε τίποτα από τις ανάλογες

διαπραγματεύσεις που εγένοντο μεταξύ Σημίτη – Κλίντον, Παγκάλου – Χόλμπρουκ

και Αρσένη – Πέρι, ήταν καθήκον μου να ενημερώσω τον Πρωθυπουργό της χώρας και

αυτό έπραξα. Απέναντι των Αμερικανών, όπως ήταν ευνόητο, ουδεμία δέσμευση

ανέλαβα, πλην όμως τους κατέστησα σαφές ότι οποιαδήποτε εξέλιξη δεν ήταν

αποδεκτό να περιλάβει αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Ιμίων.

Επ’ αυτού οι Αμερικανοί επέδειξαν κατανόηση, διεπίστωσα όμως μία ανησυχία και

μία σπουδή από την πλευρά τους και αυτό το μετέφερα στον Πρωθυπουργό.

Σημειωτέον ότι στη φάση αυτή δεν εγνώριζα ότι η δεύτερη βραχονησίδα ήταν

αφύλαχτη, μια και – κατά παγκόσμιο πρωτοτυπία – ο Πρωθυπουργός είχε κρατήσει

τον διοικητή της ΕΥΠ «εκτός παιχνιδιού». Το γιατί ας το εξηγήσει ο ίδιος. Εγώ

πάντως το αντιλαμβάνομαι.

Σημειωτέον επίσης ότι αυτός ο διοικητής στην ελληνοτουρκική κρίση του Μάρτη

του 1987 ήταν ο αρχηγός του Πολεμικού μας Ναυτικού. Μία κρίση που χάρη στους

αριστοτεχνικούς χειρισμούς τού τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, την

ετοιμότητα και το υψηλό ηθικό των Ενόπλων μας Δυνάμεων αντιμετωπίσθηκε με

μεγάλη επιτυχία.

Πάντως η Υπηρεσία μου τόσο κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε όσο και

κατά τη διάρκεια της κρίσεως των Ιμίων διαβίβασε προς τα αρμόδια υπουργεία

(ΥΕΘΑ και ΥΠΕΞ) πολύτιμες πληροφορίες, πράττοντας στο ακέραιο το καθήκον της.

«Παραιτήθηκα»

Κλείνοντας δεν θα σχολιάσω τους από την πολιτική πλευρά χειρισμούς για την

αντιμετώπιση της κρίσεως για έναν απλό λόγο, γιατί τέτοιοι χειρισμοί δεν

υπήρξαν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο την επομένη της απαράδεκτης κατάληξης (1η

Φεβρουαρίου 1996) υπέβαλα την παραίτησή μου.

Δεν μπορώ όμως – και πάλι μετά λύπης μου – να αφήσω ασχολίαστο το ότι ο κ.

Πρωθυπουργός σ’ ένα πόνημά του 658 σελίδων δεν αφιέρωσε ούτε μία γραμμή για

τους τρεις ήρωες αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, τον Καραθανάση, τον

Βλαχάκο και τον Γιαλοψό, που έπεσαν υπέρ πατρίδος πιστοί στον όρκο που έδωσαν

μπροστά στο Ιερό Σύμβολο, τη Σημαία μας.

Ως εάν το ελικόπτερο να μην είχε πλήρωμα και να ήταν τηλεκατευθυνόμενο».