H ομιλία του Τόνι Μπλερ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την ανάληψη της Προεδρίας

της Ένωσης και η ημερήσια διάταξη που ο ίδιος επέβαλε στη Σύνοδο Κορυφής των 8

πλουσιότερων κρατών στη Σκωτία, συγκροτούν ένα εύγλωττο και ενδιαφέρον

πολιτικό μανιφέστο αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «απο-ιδεολογικοποιημένος

μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός του 21ου αιώνα».

Βασικά του στοιχεία και προτάσεις στο κοινωνικό και το ευρωπαϊκό μέτωπο, που

κυρίως ενδιαφέρουν εδώ: τα (αριστερά;) ιδανικά μπορούν να επιβιώσουν μόνο αν

αλλάξουν. H ελεύθερη αγορά δεν είναι ανταγωνιστικό στοιχείο, αλλά απαραίτητη

προϋπόθεση του «κοινωνικού κράτους». Το πολιτικό σχέδιο του σοσιαλισμού – και

της Ευρώπης – προϋποθέτει μια οικονομικά επιτυχημένη – εθνική και ενωσιακή –

διακυβέρνηση, ενώ η όποια μακροοικονομική μεταρρύθμιση δεν μπορεί παρά να

διαθέτει μεγάλο βαθμό «ευελιξίας». Ο προϋπολογισμός πρέπει να χρησιμοποιείται

ως εργαλείο αλήθειας, αύξησης της αξιοπιστίας διά της αποτύπωσης της εξέλιξης

της πραγματικότητας. Ένα κοινωνικό «μοντέλο» και μια «κοινωνική» Ευρώπη θα

κριθούν όχι από τη θεωρία που τα στηρίζει, αλλά από τα αποτελέσματά τους στα

πεδία της μείωσης της ανεργίας και της αύξησης της παραγωγικότητας. Για να

επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει να εγκαταλειφθεί ο προστατευτισμός και να

επενδυθούν πολλά στις πολιτικές τής γνώσης. H κυβερνητική Αριστερά – και η

Ευρωπαϊκή Ένωση – δεν πρέπει να φοβηθούν να θέσουν στο επίκεντρο της σκληρής

και συντονισμένης δράσης τους τα προβλήματα της εγκληματικότητας, της

ασφάλειας και της μετανάστευσης. Στον διεθνή, τέλος, στίβο το στίγμα μιας

σοσιαλιστικής πολιτικής δίνουν η έμπρακτη ευαισθησία απέναντι στο περιβάλλον

και ο αγώνας για την καταπολέμηση της φτώχειας (αρχίζοντας από την Αφρική).

Το προσόν ενός τέτοιου σχεδίου είναι η συνοχή του, η διαφορά με τα ξεπερασμένα

στερεότυπα των άλλων ηγετών και ο δυναμισμός που αποπνέει. Ο κατ’ αρχήν

ρεαλισμός του οφείλει, ωστόσο, να περάσει από το δοκιμαστήριο της ίδιας της

πραγματικότητας. Κι αυτή η αντιπαραβολή δεν μπορεί παρά να μας δείξει ότι: το

«υπόδειγμα Μπλερ» μπορεί να επένδυσε συγκριτικά μεγάλα ποσά στις δημόσιες

υπηρεσίες, όμως οι βρετανικές δημόσιες υπηρεσίες συνεχίζουν να υπολείπονται

δραματικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. H βρετανική οικονομία έχει πράγματι

αναπτυξιακή δυναμική και προσφέρει θέσεις εργασίας, μόνο που η κοινωνία της

εμφανίζει τις μεγαλύτερες ανισότητες και τις περισσότερες ευκαιριακές

απασχολήσεις.

H ασφάλεια συνιστά αναμφίβολα μείζονα πολιτική πρόκληση της εποχής και η

Βρετανία συνέβαλε ουσιαστικά στην ενδυνάμωση της αμυντικής ικανότητας της

Ευρώπης, παλεύοντας όμως, παράλληλα, με νύχια και με δόντια, για την εδραίωση

και εξάπλωση του ατλαντικού δόγματος και χρησιμοποιώντας, με λόγους και

πράξεις, το αμερικανικό δόγμα της «πάλης ενάντια στο κακό». Ο ίδιος ο κύριος

Μπλερ μπορεί να εμφανίζεται σήμερα ως ο κατ’ εξοχήν Ευρωπαίος «στέιτσμαν»,

είναι όμως ο ίδιος άνθρωπος που οικοδόμησε αυτό το νέο του προσωπικό κύρος

πάνω στον διχασμό της Ευρώπης (αγνοώντας για πρώτη φορά στην ιστορία της

Ένωσης τον άγραφο κανόνα ότι ύστερα από κάθε κρίση πρέπει να ακολουθεί μια

συμφωνία), που ο λαός του εξακολουθεί να μην εμπιστεύεται και που δεν

διερωτήθηκε στιγμή, ούτε μετά τις επιθέσεις της 7ης Ιουλίου, για τη βασιμότητα

και την ηθική τής στάσης του στο Ιράκ.

Όπως, λοιπόν, στο θέμα της ασφάλειας το οφθαλμόν αντί οφθαλμού δεν είναι η

μόνη λύση (το αποδεικνύει η ίδια η θαυμαστή μέχρις στιγμής αυτοσυγκράτηση του

βρετανικού λαού), έτσι και στο θέμα της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορούν να

αγνοούνται τα ακραία όρια αλληλεγγύης απέναντι στους αδύναμους, καθώς και οι

ιδιαιτερότητες των κρατών – μελών και της Ένωσης. H θετική καχυποψία συνιστά

αναγκαίο εφόδιο για την υποδοχή της τελευταίας φιλικής επίθεσης των Βρετανών

εξαδέλφων μας και του άνισου πρωθυπουργού τους.

Ο συνταγματολόγος K. B. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου

του ΠΑΣΟΚ.