H μαγειρική…

… σήμερα μπορεί άραγε να είναι τόσο άγευστη όσο ένα βιβλίο που γράφει γι’

αυτήν; Μάλλον. «Διάβασα ένα βιβλίο μαγειρικής που ήταν καλύτερο και από

μυθιστόρημα». Πόσοι από εμάς μπορούν να το πουν αυτό ανερυθρίαστα; Όσοι το

πουν θα θεωρηθούν αυθωρεί «ύποπτοι». Βέβαια, θα ήταν ευχής έργο αν μπορούσαν

να πουν το αντίθετο («διάβασα ένα μυθιστόρημα που ήταν καλύτερο και από βιβλίο

μαγειρικής»), αλλά και αυτό είναι το ίδιο δύσκολο. Τέλος πάντων. Το ζήτημα

είναι πως οι σύγχρονες συνταγές είναι τόσο πληκτικές και άνοστες όσο και το

εγχειρίδιο λειτουργίας μιας ηλεκτρικής κουζίνας.

Οι συνταγές…

… ακολουθούν όλες αυστηρά τη δομή: υλικά, παρασκευή, θρεπτική αξία.

Οποιαδήποτε συνταγή ξεστρατίζει σε μια πιο «φιλελεύθερη» κατεύθυνση

αποβάλλεται, εξοβελίζεται και καταδικάζεται στη σιωπή χωρίς καν το προνόμιο

ενός τιμητικού θανάτου πάνω στην πυρά της κουζίνας. Όχι πως οι άλλες, οι

συμβατικές συνταγές, έχουν πάντα καλύτερη τύχη. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που

έχουν παρεξηγήσει τραγικά τον όρο «εκτελώ» μια συνταγή. Και είναι αναρίθμητα

τα φαγητά που πεθαίνουν βασανιστικό θάνατο κάτω από τη μύτη μας κάθε μέρα.

Χωρίς καν το ευεργέτημα της χάριτος ή τη λύτρωση της χαριστικής βολής,

εξακολουθούμε να τα βασανίζουμε στο διηνεκές.

Με ποίηση…

… έμοιαζαν κάποτε οι συνταγές μαγειρικής, όταν οι άνθρωποι είχαν περισσότερο

χρόνο στη διάθεσή τους για να τις διαβάζουν και ακόμη περισσότερο για να τις

μαγειρεύουν. Τότε, πριν ακόμη υλοποιηθεί σε γεύση και μυρωδιά, το κείμενο

προσείλκυε τον άνθρωπο στην κουζίνα, με γλώσσα που έκανε να τρέχουν τα σάλια.

Όπως, ας πούμε, σε αυτή τη συνταγή που βρέθηκε ξεχασμένη σε κάποιο ράφι του

1600, από τη συγγραφέα Λώρα Κόλντερ: «Πάρτε ένα τέταρτο βατόμουρα, κομμένα

όταν ακόμη πέφτει πάνω τους ο ήλιος, αλάτι δυο γλωσσιές. Βάλτε δυο ουγκιές

μαύρη ζάχαρη σε μια παλιά τσίγκινη κούπα πάνω από ζωηρή φωτιά και ανακατέψτε

ώσπου να μαυρίσει καλά και να δώσει μια καψαλισμένη μυρουδιά». Οι λέξεις

απελευθερώνονται μέσα από τις σελίδες σαν ωδικά πουλιά μέσα από τα κλουβιά

τους. Το εντυπωσιακό είναι πως μέσα στη λογοτεχνία των παλιών συνταγών δεν

χάνεται ούτε η παραμικρή μαγειρική λεπτομέρεια.

Οι πεινασμένοι…

… συγγραφείς όμως ούτε τολμούν ούτε προλαβαίνουν να ρισκάρουν γράφοντας

πρωτότυπα μια συνταγή: πρώτα από όλα, πρέπει να φάνε και για να φάνε πρέπει να

ικανοποιήσουν τα γούστα των εκδοτών, που σήμερα τυχαίνει να είναι πολύ

πρακτικοί άνθρωποι τουλάχιστον όσο και οι περισσότεροι αναγνώστες. Ίσως αν

πιστέψουμε πως οι συνταγές έχουν και αυτές τη δική τους ψυχή, τους δικούς τους

χαρακτήρες, τις δικές τους ιστορίες, ίσως τότε να αποκτήσουμε καλύτερη γεύση.

Γιατί η απόλαυση ενός φαγητού ξεκινάει από την περιγραφή του. Ας αφήσουμε

λοιπόν τις συνταγές να μιλήσουν πριν από την «εκτέλεσή» τους. Το δικαιούνται,

αφού συχνά τις περιμένει ένα άδικο και βασανιστικό τέλος.