Πού μπορούμε να αγοράσουμε λίγη συγκίνηση ή μαγεία; Οι άνθρωποι

πηγαινοέρχονται αδιάκοπα από τον έναν πόλο στον άλλον. Από την αγορά

συγκινήσεων (που προϋποθέτουν την αμεσότητα) στην αγορά μαγείας (που

προϋποθέτει την απόσταση).

Λείπουν οι ισχυρές διεγέρσεις, παραπονιούνται πολλοί, και ψάχνουν να βρουν την

αιτία που κρατάει μακριά τους τον φόβο, το ερωτικό πάθος, την οργή. Και επειδή

η αιτία αργεί πολύ να ανακαλυφθεί, εμφανίζεται πάντα σαν προσωρινή λύση η

υπόσχεση της τέχνης. Αν είναι δύσκολο να νιώσει κάποιος το ρίγος που θα

επιθυμούσε, είναι πιο εύκολο να καταφύγει σε μια μισοσκότεινη θεατρική ή

κινηματογραφική αίθουσα. Όμως η μεγάλη οθόνη τις περισσότερες φορές μόνο

εντυπώσεις προκαλεί και πολύ σπάνια συγκινήσεις με κάποια διάρκεια.

Έτσι μένει το θέατρο. Αλλά και εκεί τα πράγματα έχουν γίνει πιο περίπλοκα (και

από μιαν άλλη άποψη πρωτόγονα). Δύσκολα οι ηθοποιοί θα κερδίσουν τον σύγχρονο

θεατή μόνο με τη δική τους ζωντανή παρουσία. Δεν αρκούν οι φωνές και οι

χειρονομίες τους για να μεταφέρουν τον θεατή από τη θέση του στον κόσμο του

έργου. Μπροστά στον κίνδυνο και προτού το πρόβλημα φθάσει σε αδιέξοδο οι

θεατρίνοι σκαρφίζονται το τελευταίο τέχνασμα. Καλούν τον δύσπιστο και άκαμπτο

θεατή να πάρει μέρος κι αυτός στην παράσταση. H περιβόητη «συμμετοχή» λοιπόν.

Αφού δεν συμμετέχετε πουθενά αλλού, ελάτε να γίνετε μέλη ενός θιάσου ο οποίος

αναπαριστά τη ζωή σας.

Δεν είναι βέβαια καινούργιο το τέχνασμα. Δοκιμάστηκε ως κινητήρας της

συλλογικής έκφρασης τη δεκαετία του ’60 και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Όμως

σήμερα επανέρχεται με τη μορφή θεραπείας για ημιπαράλυτους. Δεν πρόκειται για

την ανάγκη κάποιας έκφρασης, αλλά για την ανακούφιση του θεατή από τη χρόνια

αδράνεια, τη θυμική ατονία. Βάζουν τους θεατές να κάθονται σε τραπέζια, να

τρώνε, να πίνουν ή να κόβουν βόλτες γύρω από τη σκηνή. Βάζουν τους ηθοποιούς

να διασχίζουν τις σειρές των καθισμάτων, να παροτρύνουν τους αμήχανους

καθήμενους σε διαλόγους, αυτοσχεδιασμούς ή χορούς. Στην καλύτερη περίπτωση οι

θεατές φεύγουν με μια αίσθηση πως τους συνέβη κάτι διαφορετικό. Στη χειρότερη

περπατούν στον δρόμο με ύφος λίγο μουδιασμένο, δεν ξέρουν αν τους άρεσε ή δεν

τους άρεσε, το μόνο που ξέρουν είναι ότι κάποιοι έκαναν πάνω τους ένα πείραμα.

Έτσι, ουσιαστικά, οι συγκινήσεις αναβάλλονται για άλλη φορά. H ίδια η

αμεσότητα, η επαφή του κοινού με τον καλλιτέχνη κατέληξε να είναι εμπόδιο για

να συνεπαρθεί το πρώτο από τον δεύτερο. Το μόνο όφελος είναι η ψευδαίσθηση της

συμμετοχής. Γι’ αυτό καθιερώθηκε πλέον και το περίεργο τελετουργικό να

χειροκροτούν στο τέλος της παράστασης μαζί με τους θεατές και οι ηθοποιοί επί

σκηνής. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η παλιά συνθήκη καταργήθηκε. Δεν επιβραβεύει

πλέον μόνο το κοινό τον καλλιτέχνη για την τέρψη που προσέφερε, αλλά και ο

καλλιτέχνης το κοινό επειδή «κατόρθωσε» να παρακολουθήσει την παράσταση.

Άλλοτε ο ηθοποιός με μια υπόκλιση έδινε τις ευχαριστίες του προς το κοινό.

Τώρα ανταμείβει το κοινό μ’ αυτό που μόνο ο καλλιτέχνης δικαιούται να έχει.

Εξίσωση επομένως, αλληλοαναγνώριση, θρίαμβος των δημοκρατικών αξιών.

Ναι, αλλά η δημοκρατία δεν εγγυάται ούτε τα ρίγη, ούτε τις εξάρσεις, ούτε και

γενικά τη θυμική αναμόρφωση. Είναι καλό πολίτευμα για να περιορίζει τη

δυστυχία, όχι για να αυξάνει οπωσδήποτε την ευτυχία. Και το να είναι κανείς

ικανός για συγκινήσεις είναι ένα είδος ευτυχίας.

Τελικά η δυσκολία να δημιουργηθεί συγκίνηση με τους τρόπους της αμεσότητας

οδηγεί προς τον άλλο πόλο. Την παραγωγή μαγείας. Εδώ η δημοκρατία υποχωρεί για

να παραχωρήσει καινούργια προνόμια σε μια αριστοκρατική ιδιότητα. Στη σκηνή

ανεβαίνει τώρα ο δεξιοτέχνης της ηλεκτρονικής εποχής, ο d.j. Όμως αυτός,

αντίθετα από τον θεατρίνο, δεν θα καλέσει το κοινό να έρθει κοντύτερα. Ως

μάγος γνωρίζει πως οι αποστάσεις πρέπει να τηρηθούν. Τον βλέπουμε να τις

χειρίζεται, να τις ρυθμίζει. Πίσω από τις κονσόλες του, τριγυρισμένος από

κουμπιά κι διακόπτες, θα αναγγείλει την παραγωγή μιας ειδικής ηχητικής

ατμόσφαιρας.

Τις προάλλες το κοινό του Ηρωδείου ζητούσε να βυθιστεί σ’ αυτή τη ρευστή

κατάσταση όπου για να βρεθεί κάποιος δεν πρέπει να ξέρει τίποτα και να βλέπει

τα πάντα. Ορατά τα μηχανήματα, τα καλώδια, και ο ίδιος ο διάσημος d.j. Spooky.

Όμως η μείξη εικόνας και ήχου παρέμενε μυστική. Επιδέξιες κινήσεις των

δαχτύλων, συγκέντρωση, έλεγχος των αστάθμητων παραγόντων, και πάνω απ’ όλα:

μια σωματική παρουσία ελάχιστα δηλωτική, ένα minimal προσωπείο για τον

πρωταγωνιστή. Έπρεπε ο δεξιοτέχνης της μείξης να μένει κάπως ψυχρός, ακόμη κι

αν το κοινό στις κερκίδες περίμενε περισσότερη θέρμη. Αυτό περίμενε, πράγματι.

Το αδύνατον. Να γοητευτεί από ένα τεχνολογικό είδωλο και ταυτόχρονα να νιώσει

το άγγιγμα μιας οικειότητας.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.