Η Αρχαιολογική Υπηρεσία καταφέρνει να λειτουργεί ακόμη σήμερα, παρά τις

τεράστιες ελλείψεις, τον υποτυπώδη οργανισμό και τον ανεπαρκή νόμο, χάρη στην

παραδειγματική αφοσίωση του προσωπικού της, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων

μηχανικών, συντηρητών και άλλων, που με ηρωικές ατομικές προσπάθειες όχι μόνο

επωμίζονται την ευθύνη της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά

καταφέρνουν να παράγουν και αξιόλογο επιστημονικό έργο.

Θεωρώ μέγα σφάλμα την κατάργηση των επιστημονικών προσόντων στις κρίσεις για

προαγωγή των αρχαιολόγων και των άλλων επιστημονικών κλάδων. Έχει κάθε

δικαίωμα να υποθέσει κανείς ότι η κατάργησή τους, όπως και άλλες ενέργειες της

Πολιτείας, στόχευαν ανέκαθεν στο να αποδυναμώσουν πλήρως τον κλάδο, να τον

καταστήσουν σταδιακά απλό διοικητικό όργανο, όπως τόσα άλλα, χωρίς

αντιστάσεις.

Στους ίδιους στόχους και στην ίδια πολιτική θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς

ότι εντάσσεται και η de facto κατάργηση του θεσμού του διαγωνισμού ως

ορθόδοξου τρόπου επιλογής και εισαγωγής επιστημονικών στελεχών στην

Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ελάχιστοι διαγωνισμοί έγιναν, όσο γνωρίζω, τα τελευταία

είκοσι χρόνια, οι οποίοι ενίσχυσαν την Υπηρεσία με ικανότατα, πλην λιγοστά,

στελέχη. Ο τελευταίος πραγματοποιήθηκε από το ΑΣΕΠ, ύστερα από μακροχρόνια

αδράνεια, τον Φεβρουάριο του 2004 κάτω από πρωτοφανείς στα χρονικά της

Υπηρεσίας συνθήκες, με τη συμμετοχή περίπου τριών χιλιάδων (!) αρχαιολόγων για

ογδόντα θέσεις. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αυτού δεν έχουν δυστυχώς ακόμη

γνωστοποιηθεί, μολονότι έχουν περάσει δώδεκα ολόκληροι μήνες. Τι συμβαίνει,

αλήθεια, θα βγουν ποτέ αυτά τα έρμα αποτελέσματα, για πόσο ακόμη θα

παρατείνεται η αγωνία χιλιάδων νέων άνεργων αρχαιολόγων; Τι θα γίνει,

επιτέλους, με τη στελέχωση των αποδεκατισμένων Εφορειών Αρχαιοτήτων στην

επαρχία;

Τα κενά συμπληρώνονταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να συμπληρώνονται

αναγκαστικά, τόσο στην Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού όσο και

στις περιφερειακές μονάδες του, με την πρόσληψη συμβασιούχων, οι οποίοι

επόμενο και δικαιολογημένο είναι να διεκδικούν μονιμότερη σχέση εργασίας και

στοιχειώδη εξασφάλιση. Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς καλύπτουν πάγιες

και διαρκείς ανάγκες, παρέχοντας ουσιαστικό έργο επί σειρά ετών.

Το φαινόμενο της μονιμοποίησης «εκτάκτων» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά

επιτακτικό το 1980-81 και συνεχίζεται ώς σήμερα χωρίς να έχει βρει τη λύση

του. Θα ήθελα να θέσω το απλό και αφελές ερώτημα: κοστίζει περισσότερο στην

Πολιτεία η πρόσληψη μόνιμων αρχαιολόγων, καθώς και επιστημόνων άλλων κλάδων,

σε τακτά χρονικά διαστήματα με διαγωνισμό από όσο κοστίζει η πρόσληψη

εκτάκτων, επί συμβάσει ή ωρομισθίων, οι οποίοι οδεύουν ούτως ή άλλως προς

μονιμοποίηση; Ο πρόσφατος νόμος Παυλόπουλου, πάντως, περιέχει πολλές ασάφειες,

ορισμένες μάλιστα διατάξεις του ερμηνεύονται κατά το δοκούν με γνώμονα τον

αποκλεισμό όσο γίνεται περισσότερων για προφανείς λόγους. Γιατί, αλήθεια, να

αναγκάζονται οι άνεργοι συμβασιούχοι να καταφεύγουν τελικά στα δικαστήρια

προκειμένου να δικαιωθούν; Είναι τόσο δύσκολο να γίνεται με μεγαλύτερη προσοχή

και ευθύνη η εξέταση των φακέλων τους από τις διοικητικές υπηρεσίες και τα

Υπηρεσιακά Συμβούλια;

Όποιοι και αν είναι, πάντως, οι λόγοι της μη πραγματοποίησης διαγωνισμών τα

τελευταία χρόνια, θα πρέπει να γίνει, το ταχύτερο, γνωστό με ποιον τρόπο θα

ανανεώνεται και θα αυξάνεται το επιστημονικό δυναμικό της Αρχαιολογικής

Υπηρεσίας, πώς δηλαδή θα προσλαμβάνονται οι νέοι αρχαιολόγοι, πτυχιούχοι των

Τμημάτων Ιστορίας και Αρχαιολογίας των Πανεπιστημίων μας, πολλοί από τους

οποίους, σημειωτέον, είναι και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων.

Κύριε υπουργέ, έχετε υπό την εποπτεία σας μία από τις δυναμικότερες και

αποτελεσματικότερες Υπηρεσίες της χώρας. Στο χέρι σας είναι να την

αναβαθμίσετε, μεριμνώντας σε πρώτο στάδιο για τη στελέχωση και σε δεύτερο για

τη βελτίωση του οργανωτικού και θεσμικού πλαισίου της.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας