Οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα έχουν επιδεινωθεί με σκληρό τρόπο

στη χώρα μας. Απουσία στοιχειωδών κρατικών ελέγχων, ανεργία, συνδικαλιστική

ακαμψία και αδιαφορία για «κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα» αναδεικνύουν

τελικώς την αγορά και την αυθαιρεσία σε ρυθμιστές της πραγματικότητας. Σε ένα

τέτοιο τοπίο ασκείται σήμερα ισχυρή πίεση από τον επιχειρηματικό κόσμο για

ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις. Τα σημεία που ο ΣΕΒ έθεσε δημόσια είναι:

α) Μείωση της αμοιβής των εργαζομένων για υπερωρίες.

β) Κατάργηση των κατώτατων ημερομισθίων, που βάσει των συλλογικών συμφωνιών

ΓΣΕΕ – εργοδοτών σημείωσαν στην περίοδο 1996-2003 μέση ετήσια αύξηση 1% σε

αντίθεση με τις αμοιβές των εργαζομένων στο Δημόσιο (4%), στις δημόσιες

επιχειρήσεις (5,2%) ή στον ιδιωτικό τομέα (2%).

Ανατροπή ρυθμίσεων

Γ) Ευελιξία στην απασχόληση χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων, δηλαδή

εξαναγκασμό σε υπερωριακή εργασία χωρίς πρόσθετη αμοιβή σε φάσεις αιχμής της

παραγωγής και μείωση του χρόνου εργασίας σε άλλες φάσεις.

H κυβέρνηση στο όνομα της ανταγωνιστικότητας προωθεί την ικανοποίηση του

πρώτου και του τρίτου αιτήματος και κρατεί το δεύτερο – για πόσο; –

ανατρέποντας τις ρυθμίσεις που κάναμε στο υπουργείο Εργασίας με τον N.

2874/2000. Όμως, η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα ενισχύθηκαν με τις

σημαντικές φορολογικές μειώσεις των κερδών, τις επιδοτήσεις, την αύξηση του

χρόνου υπερωριακής εργασίας από 43 σε 45 ώρες, τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και

τις νέες υποδομές.

Τα δεδομένα για τον N. 2874 – αρκετά από τα οποία ισχύουν και σήμερα – ήταν

ότι ο Έλληνας μισθωτός έχει τον υψηλότερο χρόνο εργασίας στην E.E., οι

ιδιωτικές επιχειρήσεις συχνά καταστρατηγούν τις ρυθμίσεις για χρόνο και αμοιβή

υπερωριών, ενώ χρησιμοποιούν στο μέγιστο (νόμιμα ή παράνομα) την υπερωριακή

απασχόληση των μισθωτών τους.

Για τους λόγους αυτούς, με τις ρυθμίσεις που θεσπίσαμε το 2000:

α) Περιορίστηκε στις 43 ώρες (από 48) ο χρόνος νόμιμης απασχόλησης των

μισθωτών.

β) Αυξήθηκε η αμοιβή της νόμιμης υπερωριακής εργασίας από 25% πάνω από την

ωριαία αμοιβή σε 50%.

γ) Δόθηκε η δυνατότητα σε επιχειρήσεις με έντονες διακυμάνσεις παραγωγής αλλά

συνεχή λειτουργία στη διάρκεια του χρόνου, σε συμφωνία με τους εργαζομένους,

να περάσουν σε ευέλικτο αλλά οργανωμένο ωράριο εργασίας, με ίδια αμοιβή και με

138 ώρες λιγότερη εργασία σε ετήσια βάση, δηλ. το 40ωρο να γίνει 38ωρο.

Πολιτικά σχιζοφρενικό

Οι δύο πρώτες ρυθμίσεις ήταν τμήμα των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ, ανεξάρτητα εάν

τότε άλλες σκοπιμότητες οδήγησαν σε ένα πολιτικά σχιζοφρενικό σκηνικό, ότι

δήθεν επρόκειτο για ρυθμίσεις που έπλητταν τον κόσμο των εργαζομένων.

Σχιζοφρενικό με την έννοια ότι άλλοι γνώριζαν την ουσία αλλά σιωπούσαν, άλλοι

τη γνώριζαν αλλά συνειδητά και εκ του ασφαλούς την παραποιούσαν και άλλοι δεν

είχαν ιδέα αλλά κονταρομαχούσαν για ανύπαρκτα ζητήματα ή για προσωπικούς

λόγους. H πραγματική σημασία των ρυθμίσεων φάνηκε από την εκ των υστέρων, και

ιδιαίτερα τη σημερινή, εμπειρία: όλα τα χρόνια από την ισχύ του νόμου μέχρι

σήμερα ο χώρος που συστηματικά πίεσε και πιέζει για την κατάργηση των παραπάνω

ρυθμίσεων είναι αποκλειστικά και μόνο οι εργοδοτικές οργανώσεις και η

κυβέρνηση της N.Δ.

Σήμερα, το υφιστάμενο πλαίσιο του N. 2874 για μια οργανωμένη και συμφωνημένη

ευελιξία στον χρόνο εργασίας προσφέρει διέξοδο για ένα υπαρκτό πρόβλημα. Θα

μπορούσε επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογών. Δεν χρησιμοποιήθηκε,

γιατί επικράτησε η απόλυτη ακαμψία. Μια ακαμψία που φέρνει σήμερα στο

προσκήνιο απορρυθμιστικές λύσεις, με διπλά επώδυνες ανατροπές: εις βάρος των

ανέργων και των εργαζομένων. Το δικαίωμα της εργοδοσίας για υποχρεωτική και

ανεξέλεγκτη υπερωριακή εργασία χωρίς υπερωριακή αμοιβή είναι μια από τις πιο

σκληρές νεοφιλελεύθερες επιλογές, ιδιαίτερα σε μια οικονομία με

καταστρατηγήσεις των εργασιακών σχέσεων όπως η ελληνική.

Κίνητρο προσλήψεων

Οι ρυθμίσεις για τις υπερωρίες ήταν ένα κίνητρο για τις μεγαλύτερες

επιχειρήσεις να ξεφύγουν από τη λογική της υπερωριακής απασχόλησης και να

ανοιχτούν σε προσλήψεις. Επιχειρήσεις με απασχόληση από ένα επίπεδο και πάνω

έχουν μικρότερο κόστος αν κάνουν νέες προσλήψεις απ’ ό,τι αν καταβάλλουν

αυξημένες υπερωριακές αμοιβές. Επιβάρυνση προκύπτει όταν αρνούνται να

προσλάβουν κόσμο και εμμένουν στην εξαντλητική υπερωριακή απασχόληση.

H όποια συζήτηση γίνει πρέπει να λάβει υπόψη και ένα βασικό δεδομένο. Ότι η

μείωση του χρονικού πλαφόν για υπερωριακή απασχόληση δεν δοκιμάστηκε στην

πράξη. Το ίδιο το υπουργείο Εργασίας, μέσα από ειδικές εγκρίσεις, ακύρωσε εν

μέρει τον νόμο, εγκρίνοντας κάθε χρόνο (συνολικά) εκατομμύρια πρόσθετες ώρες

υπερωριών. Ο λόγος ήταν απλός. Το συμφέρον των εργαζομένων να διασφαλίσουν

πρόσθετο, αυξημένο υπερωριακό εισόδημα και η άρνηση των επιχειρήσεων για νέες

προσλήψεις δημιουργούσαν έναν κοινό τόπο. Ο στόχος για τους ανέργους βρέθηκε

στο περιθώριο. Έτσι, το κόστος των υπερωριών μετασχηματίστηκε από εργαλείο για

την ανεργία σε εργαλείο αυξημένου υπερωριακού εισοδήματος των εργαζομένων.

Φαινομενικά, η απάντηση στο σημερινό πρόβλημα θα μπορούσε να είναι απλή. Αν οι

ρυθμίσεις που ισχύουν δεν αξιοποιούνται για να αυξηθούν οι προσλήψεις ανέργων,

τότε δεν επιτελούν τον σκοπό τους – τουλάχιστον τον αρχικό.

Συρρίκνωση ανάπτυξης

Στην πραγματικότητα όμως, μια απάντηση δεν είναι διόλου απλή. Οι αυξημένες

υπερωριακές αμοιβές μπορεί να μη λειτούργησαν υπέρ των προσλήψεων,

μετατράπηκαν όμως σε πρόσθετο εισόδημα των εργαζομένων. Σήμερα, η ελλειμματική

δημοσιονομική πολιτική του 2004-2005 συρρικνώνει την ανάπτυξη, η ακρίβεια

είναι μια όλο και πιο ασφυκτική πραγματικότητα για τη μάζα των χαμηλά

αμειβομένων και μια μείωση των υπερωριακών αποδοχών έχει δυσβάστακτο κόστος

για χιλιάδες νοικοκυριά. Τα μοιρολόγια της N.Δ. για τη φτώχεια υπέκρυπταν

πρόθεση επιδείνωσης και όχι μείωσής της.

Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αμβλυνθούν αν υπήρχε πραγματική διάθεση να

καταπολεμηθεί η αδήλωτη εργασία και να υπάρξει πολιτική για τον άνεργο. Αν

αυτό δεν συμβαίνει, είναι γιατί δεν συμφέρει ούτε τους εργαζομένους ούτε τους

εργοδότες. Οι άνεργοι μένουν έξω από τα διλήμματα που συζητούνται. Κυνικά, θα

μπορούσε να λεχθεί ότι, αφού η πολιτική αδιαφορεί για την αύξηση της ανεργίας,

το κόστος εργασίας θα συμπιεστεί από την αγορά και χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις

στα παραπάνω θέματα. Δεν χρειάζεται να συμπιεστεί διπλά.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός Εργασίας.