ΛΙΓΟΣΤΕΣ οι παρέες στη μικρή ταβέρνα της επαρχιακής κωμόπολης. Κανά δυό

ζευγάρια με τα παιδιά τους, άλλοι νεώτεροι θαμώνες, κάτι μαθητές στη φάση της

εφηβεί ας που μπαίνουν στον πειρασμό να μυηθούν στο οινόπνευμα, η τηλεόραση

ανοιχτή στην ET3 να παίζει κάποιο ματς της B’ Εθνικής και τα τραγούδια του

συρμού.

Έξω βρέχει ακατάπαυστα, ελάχιστοι κυκλοφορούν στον δρόμο. Το ανεμοβρόχι του

Μάρτη έκλεισε τους μεγαλύτερους από νωρίς στα σπίτια. H σαββατιάτικη

ατμόσφαιρα της μικρής επαρχικής πολίχνης φαντάζει από μίζερη έως καταθλιπτική,

δεν αποπνέει κανένα δυναμισμό, παραπέμπει μάλλον σε φθίνουσα μικροκοινωνία.

«Πώς πάνε τα πράγματα;», ρώτησε ο απρόσμενος επισκέπτης τον 45άχρονο

ταβερνιάρη.

«Δεν βλέπω πολύ κόσμο. Όλοι τους είναι πατωμένοι αδερφέ, δεν υπάρχει φράγκο

στην αγορά, πού να βγει ο κόσμος. Κάθονται σπίτι, θα δούνε κανένα εργάκι στην

τηλεόραση, θα περάσει το Σάββατο», απάντησε εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Άλλα χρόνια δεν έβρισκες μαγαζί να νοικιάσεις στην αγορά, τώρα τα περισσότερα

είναι κλειστά, άδεια. Είχε ζωή ο τόπος, 36 χωριά γύρω – γύρω και τώρα

ρημάζουν. Τι να σου πω, αν συνεχίσουμε έτσι σε πέντε χρόνια θα έχουμε

τελειώσει». Αυτά είπε βιαστικά και έφυγε υπακούοντας στο νεύμα κάποιου πελάτη.

Αστός εκείνος, απ’ αυτούς που πότε – πότε επιθυμούν τον τόπο τους και πάνε για

ανάσες, ξέμεινε μόνος να παρατηρεί τον κόσμο, να ακτινογραφεί την πελατεία.

«Από το κακό στο χειρότερο»

Ξαναγύρισε ο ταβερνιάρης. Έβαλε κρασί στα ποτήρια και ευχήθηκε «να ‘μαστε

καλά», για να συνεχίσει μονολογώντας: «Κι αυτοί, βρε παιδί μου, ήρθαν φρέσκοι

στην εξουσία και δεν κάνουν τίποτε, λες και δεν νοιάζονται».

«E, νωρίς είναι», πήρε την απάντηση.

«Τι νωρίς άνθρωπέ μου, πέρασε ένα χρόνος και τα πράγματα πάνε από το κακό στο

χειρότερο».

Ένας νεόφερτος αγρότης άκουσε και μπήκε στην κουβέντα. «Δεν ξέρω τι λέτε

εσείς, αλλά εμάς εδώ μάς έχουν ξεπατώσει. Μας άφησαν καλά να δεσμεύσουμε τα

χωράφια για ανοιξιάτικη καλλιέργεια, στην ντομάτα συγκεκριμένα, και τώρα που

έφθασε Μάρτης, μας λένε 3,5 δρχ. κάτω το κιλό. Ξέρουν ότι δεν έχουμε

εναλλακτική και πάνε να μας αφανίσουν τελείως. Μου φαίνεται πως η κυβέρνηση

έχει αποσυρθεί, έχει αφήσει τους εμπόρους και τους βιομήχανους ασύδοτους να

κάνουν ό,τι θένε. Προτιμώ να πάω στην αγρανάπαυση, να πάρω 7.000 δρχ. το

στρέμμα, παρά να καλλιεργήσω βιομηχανική ντομάτα για 12,5 δρχ. το κιλό».

Θυμωμένος όπως ήταν άρχισε να βρίζει την κυβέρνηση, τα ‘βαλε και με το ΠΑΣΟΚ

και ευχήθηκε να εμφανιστούν τίποτε καινούργιοι να πάει ο κόσμος μαζί τους,

μπας και αλλάξει η χώρα.

«Πώς να ζήσεις την οικογένεια;»

Πάνω στη φασαρία προστέθηκε κι άλλος. Εποχικός πυροσβέστης πενταετίας και

βαμβακοπαραγωγός μαζί, κατά δήλωσή του, έλεγε και ξανάλεγε πως δεν βγαίνει

πέρα. «Πέντε μήνες στην Πυροσβετική από 600 ευρώ το μήνα και άλλους πέντε στην

ανεργία με 300 ευρώ το μήνα και περίπου 4.500 ευρώ καθαρά έσοδα από το

βαμβάκι, μας κάνουν περίπου 9.000 ευρώ το χρόνο. Αυτά είναι τα λεφτά, με αυτά

είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις την οικογένεια, να σπουδάσεις τα παιδιά, να

καλύψεις τα πάντα. Δεν φτάνουν αδελφέ με τίποτα», συνέχισε μεταδίδοντας και

την ελπίδα του: «Μαζευτήκαμε όλοι οι εποχικοί πυροσβέστες, κοντά στους 5.500,

βρήκαμε δικηγόρο δυνατό στην Αθήνα, δώσαμε από 150 ευρώ ο καθένας και

διεκδικούμε τη μετατροπή των συμβάσεών μας σε αορίστου χρόνου. Πού ξέρεις,

μπορεί να κερδίσουμε, όπως οι συνταξιούχοι με τον ΛΑΦΚΑ. Αν γίνει αυτό

σωθήκαμε», κατέληξε.

«Μπορεί όμως όλα να τα περιμένουμε από το κράτος;», διερωτήθηκε κάποιος

τρίτος, χωρίς να λάβει απάντηση. Κάπως έτσι σκόρπισε η παρέα. Χαιρέτησε ο

επισκέπτης, καληνύχτισε τον ταβερνιάρη και βγήκε στο ανεμοβρόχι. Τον περόνιασε

η βροχή και οι σκέψεις οι σκοτεινές, που τον συνόδευαν, χάθηκαν στην

προσπάθειά του να προστατευτεί από το κρύο.

ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ αργότερα, σε ένα από τα πολλά πλούσια σπίτια των βορείων

προαστίων, σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, μια παρέα πολιτικών, επιχειρηματιών,

τραπεζιτών και μηχανικών, μεταξύ γκράπας και κουβανέζικων πούρων, αφού

εξάντλησε τη συζήτηση για τον Καραμανλή που έχει κλειστεί στο καβούκι του, την

κυβέρνηση που αδρανεί και τον Γιώργο που προσπαθεί να βρει το βήμα του,

βρέθηκε αντιμέτωπη με τη διευρυνόμενη ανισοκατανομή του πλούτου, τον μαρασμό

της υπαίθρου, την υποχώρηση της διαπραγματευτικής θέσης των παραγωγών, με το

εθνικό παραγωγικό αδιέξοδο που σταθερά οδηγεί στη φτώχεια ολοένα και

περισσότερους, κυρίως εκείνους που δεν κατέχουν τη γνώση.

«Θα έλθουν συγκρούσεις»

«Έτσι που πάμε η κοινωνική συνοχή θα διαταραχθεί, θα έλθουν εκρήξεις,

συγκρούσεις», έθεσε το θέμα ένας εκ των συνομιλητών. «Προφανώς αυτός ο κόσμος

αισθάνεται αδικημένος, νιώθει πως έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις εμπορικής

ανταλλαγής, ότι οι επιχειρηματίες παίρνουν τώρα τη ρεβάνς και η κοινωνία χάνει

σταθερά διαπραγματευτική ισχύ», συνέχισε ο ίδιος, απευθυνόμενος κυρίως στους

επιχειρηματίες της παρέας.

Έπεσε αρχικώς βουβαμάρα. «Δεν είναι έτσι ακριβώς αγαπητέ μου», αντέτεινε ο

επιχειρηματίας της παρέας, αρχίζοντας ένα μακρύ μονόλογο: «Δυστυχώς οι αγρότες

μας έχουν εγκαταλείψει το προϊόν. Άπαντες καλλιεργούν για την επιδότηση,

ουδόλως ενδιαφέρονται για την ποιότητα και επιπλέον απαιτούν τριπλάσια τιμή

απ’ την αντίστοιχη της διεθνούς αγοράς. H επιδοτήσεις κοίμισαν τους αργότες,

νάρκωσαν τη γεωργία, έφεραν την επανάπαυση και τη βύθιση της παραγωγής. Σήμερα

διεθνώς γίνονται θαύματα. Οι υδατοκαλλιέργειες κυριαρχούν. Νέες μέθοδοι, που

εξασφαλίζουν τέσσερις παραγωγές το χρόνο, ανεξαρτήτως καιρού, απαλλαγμένες από

τα παθογόνα μικρόβια του εδάφους, φέρνουν την επανάσταση στη γεωργία, την

οποία εδώ κανείς δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει. Το μοντέλο της γεωργικής

παραγωγής της δεκαετίας του ’70 έχει παραδώσει το πνεύμα του. Πρέπει να πάμε

σε άλλο, που θα ενσωματώνει την καινούργια γνώση, θα μπορεί να παρακολουθήσει

τις νέες τεχνικές παραγωγής και πώλησης και θα μπορεί να επαυξήσει την

ανταγωνιστικότητα της γεωργίας μας».

«Και πώς θα γίνει αυτό», ρώτησε ο μηχανικός της παρέας. «Όλα ξεκινούν από την

παιδεία και καταλήγουν σ’ αυτή. Τα πανεπιστήμια πρέπει να συνδεθούν με την

παραγωγή και τις επιχειρήσεις, οι νέοι να εκπαιδευτούν αναλόγως, ο πληθυσμός

να αποκτήσει ξανά την περιέργεια της δημιουργίας, να απαγκιστρωθεί από το

κράτος, αλλά να βρει κοντά του ένα καινούργιο κράτος, που θα ευνοεί

πρωτοβουλίες, δεν θα θέτει εμπόδια, αλλά θα ανοίγει καινούργιους δρόμους.

Αυτά, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούν γίνουν από τους διευθυντές του Προκόπη

ούτε από τα κομματόσκυλα του Μεϊμαράκη», κατέληξε ο χειμαρρώδης της

επιχειρηματικής τάξης.

«Παραγωγική αναγέννηση»

«Αυτά θέλουν πρόγραμμα δεκαετές, που θα εφαρμοστεί με συνέπεια, χωρίς διακοπές

και αναστατώσεις», συμπλήρωσε ο πολιτικός της παρέας και διερωτήθηκε: «Με τα

τρέχοντα, με τα παρόντα, πώς τα βγάζεις πέρα;».

«Γι’ αυτά πρέπει να σφίξει κανείς τα δόντια για δυο – τρία χρόνια, να αποβάλει

από τη σκέψη του ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και να αφοσιωθεί στην

εφαρμογή ενός προγράμματος παραγωγικής αναγέννησης της χώρας», ήλθε η απάντηση

από έναν τρίτο.

Κάπως έτσι έκλεισε η συζήτηση, με τα μάτια νυσταγμένα και το μυαλό λίγο θολό,

από την γκράπα και τον βαρύ καπνό. Εξαντλήθηκαν οι προβληματισμοί, άλλωστε από

νωρίς το πρωί οι δουλειές και oι αγορές θέλουν παρακολούθηση.

Άλλος κόσμος, διαφορετικές οι παραστάσεις, προχωρημένες οι αναζητήσεις και

βεβαίως απροσμέτρητη η διαφορά πλούτου και εισοδήματος. Γι’ αυτήν, άλλωστε,

σπανίως συζητούν στα σπίτια των βορείων προαστίων. Έτυχε τούτη τη φορά…