Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν καταιγιστικές για τους θεσμούς της ελληνικής

κοινωνίας. Πλήττονται από σκάνδαλα, που εν μέρει οδηγούν στην αμφισβήτηση της

αξιοπιστίας τους. H κοινή γνώμη βομβαρδίζεται καθημερινά από μια σχεδόν

ακατάπαυστη ροή νέων ή ανακυκλούμενων αποκαλύψεων. Κι όμως, τα σκάνδαλα δεν

είναι ασυνήθιστα στις ιστορίες των δημοκρατιών σε όλο τον κόσμο. Οι πολιτικές

εξελίξεις πολλών διαφορετικών χωρών, βεβαίως ορισμένες περισσότερο από άλλες,

πακετάρονται με αποκαλύψεις περί διαφθοράς, που αφορούν δημόσια πρόσωπα ή

λειτουργούς. Εάν η διαφθορά είναι τόσο παλαιά όσο η πολιτική, τότε και τα

σκάνδαλα είναι. Το εντυπωσιακό στη σύγχρονη πολιτική είναι η περιοδική έκρηξη

των σκανδάλων. Διαφθορά και σκάνδαλα αποκτούν μια πανταχού παρουσία. Στην

πράξη, τα σκάνδαλα εμφανίζονται να είναι επαναλαμβανόμενα παρά σποραδικά

γεγονότα, να είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση, ακόμη και σε χώρες με

διαφορετική πολιτική κουλτούρα και ιστορία, οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και

επίπεδα διαφθοράς. Στην ουσία, δίδεται η εντύπωση ότι έχουμε εισέλθει σε μια

εποχή «διαρκούς σκανδαλολογίας και σκανδάλων».

Όμως, το συνεχές βουητό των αποκαλύψεων μπορεί να λειτουργεί και αντίστροφα.

Καθώς, σχεδόν κάθε μέρα, δημοσιοποιείται ένα νέο ή συναφές σκάνδαλο, η κοινή

γνώμη έχει αρχίσει να εξοικειώνεται με τις συνεχείς αποκαλύψεις ή τις

σκανδαλώδεις συμπεριφορές αξιωματούχων και σταδιακά μπορεί να

απευαισθητοποιείται ή να βρίσκει όλο και λιγότερους λόγους να σοκάρεται από

την αποκάλυψη των σκανδάλων. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, κάτι αντίστοιχο με

τη βία στην τηλεόραση, όπου σήμερα έχουμε φτάσει βίαιες σκηνές στις ταινίες

και μυθοπλαστικά προγράμματα του παρελθόντος να θεωρούνται απλές, ήπιες

πράξεις, που μπορούν ακόμη να προβληθούν και στις ζώνες των παιδικών

προγραμμάτων.

Ακόμη, ενώ οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ συνήθως εισέρχονται σε μια έντονη

δίνη λόγω των σκανδάλων, οι πολίτες συνεχίζουν να είναι απορροφημένοι στην

καθημερινότητά τους και, στην καλύτερη περίπτωση, να παρακολουθούν επιφανειακά

στις οθόνες τους τις εξελίξεις των σκανδάλων. H πρόσφατη δημοσκόπηση που

παρουσίασε το «Βήμα της Κυριακής», που έδειχνε ότι οι απλοί άνθρωποι ανησυχούν

περισσότερο με την ανεργία και την οικονομική κατάσταση παρά με τα σκάνδαλα

που έχουν ξεσπάσει, είναι μία ένδειξη. Μία ένδειξη που υποδηλώνει ότι η

πυρετώδης ατμόσφαιρα που διαπερνά τους πολιτικούς, δικαστικούς,

εκκλησιαστικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με

μια αναδυόμενη απάθεια, ενδεχομένως και αδιαφορία, ενός μεγάλου μέρους της

κοινής γνώμης.

Οφείλεται αυτή η κατάσταση αποκλειστικά στην έκρηξη των MME; Ο Τζον Τόμσον

έχει επισημάνει ότι καθώς η ύπαρξη ενός σκανδάλου προϋποθέτει τη δημόσια

έκφραση του επικριτικού λόγου, τα σκάνδαλα εκ φύσεως είναι κατάλληλα για τη

χρησιμοποίηση των MME. Κι αυτό, γιατί με τη διαμεσολάβηση των MME τα σκάνδαλα

αποσπώνται από τα χωροχρονικά πλαίσια στα οποία πραγματοποιήθηκαν οι αρχικές

παραβιάσεις όντας πλέον διαθέσιμες στους περισσότερους ανθρώπους. Έτσι, όταν

ξεσπάσει ένα σκάνδαλο μπορεί να διαδοθεί γρήγορα, ανεξέλεγκτα και με πολλές

επιπτώσεις. Στην πρόσφατη ελληνική συγκυρία έχουμε ταυτόχρονα όλες τις

κατηγορίες σκανδάλων που περιγράφει ο Τόμσον: τα ερωτικά, τα οικονομικά και τα

σκάνδαλα που συνοδεύονται με την άσκηση εξουσίας.

Στην πράξη, όμως, τα σκάνδαλα συνδέονται με την προσωποποίηση των θεσμών, είτε

αυτοί είναι πολιτικοί, οικονομικοί ή κοινωνικοί. Πρόσωπα, παρά ιδεολογίες ή

κόμματα, βρίσκονται συνήθως στον κυκλώνα των σκανδάλων. Τα σκάνδαλα

αποκαλύπτουν ότι συγκεκριμένα άτομα έχουν προβεί σε επικριτέες πράξεις που

διασαλεύουν τους νομικούς ή και ηθικούς κώδικες. Είναι ενδεχομένως το τίμημα

που καλούνται να πληρώσουν όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να αντικαταστήσουν τους

θεσμούς στην εποχή της εικόνας, που λειτουργεί ως δίκοπο μαχαίρι. Είτε στη μία

είτε στην άλλη περίπτωση, η συχνή εκδήλωση σκανδάλων στην πολιτική, κοινωνική

και οικονομική ζωή δεν συμβάλλει στην εδραίωση της πολιτικής εμπιστοσύνης και

ακόμη περισσότερο της δημοκρατίας. Είναι γεγονός, όπως έχει επισημάνει ο

Τόμσον, ότι στη σύγχρονη εποχή της διαμεσολαβημένης ορατότητας όσοι κατέχουν ή

φιλοδοξούν να καταλάβουν αξιώματα θα υποβάλλονται σε δημόσιο έλεγχο που

υπερβαίνει κατά πολύ αυτά που υποχρεώθηκαν να υπομείνουν οι προκάτοχοί τους.

Έτσι, δεν πρέπει να υποτιμάμε την προσωπική αγωνία και την πολιτική ζημία που

μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος έλεγχος.

Ούτως ή άλλως, η σχέση ανταγωνιστικής συμβίωσης που υφίσταται ανάμεσα στους

πολιτικούς και τους δημοσιογράφους καθιστά τους μεν εξ ορισμού ευάλωτους στο

στόχαστρο των δε. Πρόκειται, όπως έχει επισημάνει ο Νίκος Δεμερτζής, για έναν

παράξενο συνδυασμό υπερτροφικής κοινωνικότητας και ηθικής τύφλωσης, που

καταλήγει στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής και του πολιτικού λόγου. Στη

διαδικασία αυτή, η ηθικοποίηση της εξατομικευμένης πολιτικής συμπεριφοράς, και

όχι μόνον, καθώς και η προσωποποίηση των θεσμών δεν συμβάλλουν στην

«εκκαθάριση» της κοινωνίας από ηθικές ανησυχίες, αλλά στα οικονομικά της

τηλεόρασης και των αστέρων της για να «μείνουμε κολλημένοι» στις συχνότητές

τους.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα

Επικοινωνίας και MME του Πανεπιστημίου Αθηνών.