1. H παραίτηση του καγκελαρίου Σρέντερ από την προεδρία του SPD και η

ανάληψή της από τον εργατιστή Μιντεφέριν δεν ανέκοψε την προϊούσα

απομαζικοποίηση του ιστορικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. H εφαρμογή της

περίφημης, πλέον, «Ατζέντας 2010», που συρρίκνωσε το κοινωνικό κράτος «χάριν

της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας», προκάλεσε μεγάλες ρωγμές

στη βάση του. Έτσι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, χρεωμένο και με την

ανεπιφύλακτη στήριξη της εισόδου της Τουρκίας στην E.E., ήταν καταστροφικό. Το

ίδιο απαξιωτικό μήνυμα εισέπραξε και ο Μπλερ που παρεννόησε τα όρια του

παραδοσιακού αυτοκρατορικού συνδρόμου των Βρετανών στην υπόθεση του Ιράκ, που

δεν του συγχώρεσαν την ευθεία εξαπάτηση, την καταπάτηση κάθε έννοιας Διεθνούς

Δικαίου, ούτε βεβαίως στέργουν στην εμπέδωση, ως μονίμου καθεστώτος, του

κοινωνικού δαρβινισμού. Τα όρια ανοχής, άλλωστε, στα συμπτώματα του κοινωνικού

ακρωτηριασμού φάνηκαν και στη Γαλλία, ήδη από τις περιφερειακές εκλογές… Οι

ίδιες περίπου γραμμές διαπερνούν τα κοινωνικά στρώματα στην Ισπανία, την

Ιταλία και άλλες μικρότερες χώρες, όπου οι πολίτες αντιδρούν στη δυσδιάκριτη

από τις ΗΠΑ παρακολουθηματική πολιτική και στην ασάφεια της κοινωνικής και

οικονομικής πρότασης της E.E.

2. H εξήγηση αυτής της πορείας είναι πλέον προφανής: όταν χάνεται η

ιδεολογική αυτονομία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κλονίζεται η

κηδεμονία τους στον κόσμο της εργασίας, της ειρήνης και του πολιτισμού, η

παραδοσιακή και αυτονόητη ταξική και κοινωνική τους αντιστοίχηση μετεωρίζεται,

σε εποχή, μάλιστα, που οι ανισότητες αυξάνονται και η αμφίθυμη μεσαία τάξη δεν

έχει επαρκώς διογκωθεί για να τα στηρίξει, όπως π.χ. συνέβη προσκαίρως στη M.

Βρετανία του Μπλερ. H θεμιτή προσπάθειά τους να βρίσκονται στην εξουσία εντός

ενός περιβάλλοντος μονεταριστικών δομών της E.E., που δεν αμφισβήτησαν

μεθοδικά και οργανωμένα, είναι εν τέλει αδιέξοδη. Εξάλλου, η πολιτική και

θεσμική υπερδομή της δεν μπορεί και δεν θέλει να επιβάλλει ρυθμίσεις επί των

οικονομικών δυνάμεων. Όπως, όμως, πολύ εύστοχα ο νομπελίστας Στίγκλιτς

επισημαίνει, «… το πρόβλημα με τους σοσιαλδημοκράτες, με την Αριστερά, είναι

ότι έχουν υποχωρήσει και έχουν αποδεχθεί τον ορισμό των προβλημάτων όπως τον

θέτει η Δεξιά…». Κάτι, ως εκ τούτου, περισσότερο από τους Κεντροευρωπαίους

κατάλαβαν οι Σουηδοί που αρνήθηκαν να θέσουν το εδραιωμένο στην υψηλή

φορολογία της αυτοτροφοδοτούμενης εξαγωγικής τους οικονομίας κοινωνικό τους

σύστημα βορά των τραπεζιτών και χρηματιστών του ευρώ.

3. Οι θέσεις των πέραν του Ατλαντικού διανοητών (Σουμπέτερ, Σάμιουελσον

κ.λπ.) είναι ότι η E.E. γενικώς πρέπει να αποσυνδεθεί από τον

νεοφιλελευθερισμό και τις δομικές του υπερβολές, να επιτρέψει τα βραχυπρόθεσμα

ελλείμματα, να προσανατολιστεί στη δημιουργία νέων θέσεων πλήρους εργασίας και

στην ανάπτυξη, προσφεύγοντας στον υγιή δανεισμό μακράν των ευμετάβολων

χρηματιστηριακών αγορών. Αλλά αυτό απαιτεί αναθεώρηση των σχεδιασμένων με

ανελαστικότητα μονεταριστικών δομών, από την εποχή που μια παρωχημένη και

ελλειμματική σε δημοκρατία πολιτική συναίνεση δεν είχε αντιληφθεί την έκταση

της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Που οδηγεί, μεταξύ άλλων, τις μεν

επιχειρήσεις να εγκαθιστούν την παραγωγή σε χώρες και περιοχές χαμηλού κόστους

και στην έδρα τους να αρκούνται μόνο σε επιδοτούμενες επενδύσεις εντάσεως

τεχνολογίας, δηλαδή να ασκούν ανεργιογόνα ανάπτυξη, τα δε κράτη στην παράδοση

των κοινωνικών αγαθών στους αγοραίους ανέμους.

4. H διατήρηση, όμως, του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και η περαιτέρω

εμβάθυνση και επέκτασή του στους πολυάριθμους και αναγκαίους μετανάστες δεν

είναι απλώς όρος διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και υπαρκτική δομή της

εναλλακτικής ανάπτυξης, προϋποθέτει έντονη οικονομική δραστηριότητα εντός ενός

κοινού οικονομικού και κοινωνικού μεγαχώρου, όπου η μεγάλη αγορά, το μορφωμένο

και ευάριθμο εργατικό δυναμικό, η υψηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων, η

αυτάρκεια σε παραγωγικές δομές, ενέργεια και πόρους, μπορούν να εξασφαλίσουν

την ιδιαιτερότητα της E.E. έναντι των στρεβλώσεων της παγκοσμιοποίησης. Και

ασφαλώς μια εναλλακτική πολιτική ανάπτυξης και ειρήνης έναντι αυτών των λαών

που η Νέα Τάξη Πραγμάτων και η τρομολαγνεία θεωρεί ως παιδιά ενός κατώτερου

θεού. Αυτή, όμως, η πολιτική απαιτεί όραμα και πολιτικά αναστήματα, που, πέραν

των παρωχημένων και ανοήτως συντηρουμένων αντισοβιετικών αντανακλαστικών

πολλών νέων αλλά και παλαιοτέρων κρατών-μελών της E.E., θα επαναφέρουν γρήγορα

τη μορφή της Ευρώπης που ο Ντε Γκωλ, ως γεωστρατηγικός νους, εμφατικά πρόβαλε:

«Ευρώπη από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια», έτσι που η έχουσα προφανείς

ιστορικούς, πολιτιστικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με την

υπόλοιπη Ευρώπη Ρωσία, πολύ στενότερους εν σχέσει με άλλες υποψήφιες χώρες,

καταστεί το συντομότερο δυνατό μέλος της E.E.

5. Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων παρακολουθώ ευρωσκεπτικιστικά την

αποχή των Ευρωπαίων και τα παραλειπόμενα των ευρωεκλογών, στις οποίες όλα,

αλλά κυρίως τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κόμματα, δεν είχαν να προτείνουν όχι μόνο

ένα συνεκτικό και σαφές πρόγραμμα αναβάθμισης της Ένωσης και του διακριτού της

μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ούτε ένα απλό διάγραμμα

των μεσομακροπρόθεσμων στόχων της και της μορφής της.

Αλλά δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται το κεντρικό δίδαγμα της νεώτερης

Ευρωπαϊκής Ιστορίας: όταν ο Ευρωπαίος πολίτης νιώσει ότι χάνει την ασφάλεια

των κοινών αγαθών δεν ακολουθεί τον μοναχικό δρόμο αλλά αναζητά απελπισμένος

την θαλπωρή μέσα από οδυνηρές ψευδαισθήσεις του κοινωνικού και εθνικού

φαντασιακού.

Ο δικηγόρος Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.