|
|
H απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης και ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έδωσαν ώθηση στα ανοικτά προσωπικά δάνεια, που
συνδυάζουν τα χαμηλότερα επιτόκια ενός καταναλωτικού δανείου με την ευκολία
στη χρήση και τις διευκολύνσεις που προσφέρουν οι πιστωτικές κάρτες.
Τα ανοικτά καταναλωτικά δάνεια κερδίζουν έδαφος έναντι των πιστωτικών καρτών,
καθώς προσφέρουν σχεδόν τα ίδια προνόμια με αυτά των πιστωτικών καρτών,
επιβαρύνονται όμως με σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο. Συγκεκριμένα, ενώ οι
οφειλές στις πιστωτικές κάρτες επιβαρύνονται με επιτόκιο ανάμεσα στο 14,75%
και το 15,95%, τα αντίστοιχα επιτόκια των ανοικτών καταναλωτικών δανείων
αρχίζουν από το 8,5% και φτάνουν το 12,75% Όμως, για τον ακριβή υπολογισμό του
κέρδους που προκύπτει για τον δανειολήπτη, θα πρέπει να αφαιρεθούν τα επιπλέον
ετήσια έξοδα που επιβαρύνουν τα καταναλωτικά δάνεια, αφού συγκριθούν με τη
συνδρομή που απαιτείται για την απόκτηση πιστωτικής κάρτας.
Μεταβλητό ποσό και διάρκεια
Το κύριο χαρακτηριστικό των ανοικτών καταναλωτικών δανείων είναι πως το
πραγματικό ποσό τους καθορίζεται από τις ανάγκες του δανειολήπτη, ενώ η
διάρκειά τους είναι απεριόριστη. Στις περιπτώσεις των ανοικτών καταναλωτικών
δανείων, οι καταναλωτές δεν είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν όλο το ποσό
των χρημάτων που δικαιούνται, παρά μόνο αυτό που έχουν ανάγκη τη δεδομένη
χρονική στιγμή. Για παράδειγμα, κάποιος καταναλωτής με τα απαραίτητα
δικαιολογητικά μπορεί να λάβει δάνειο 25.000 ευρώ, απολαμβάνοντας τη
δυνατότητα πρόσβασης σε ένα σημαντικό ποσό, στην πραγματικότητα όμως να
χρησιμοποιεί μόλις 2.000 ευρώ, πληρώνοντας τόκους και δόσεις για αυτό.
Αντίστοιχα, ο δανειολήπτης μπορεί να επιλέξει την αποπληρωμή του δανείου σε
μικρό χρονικό διάστημα και όταν δεν θα έχει ανάγκη πλέον τα χρήματα να το
διακόψει ή να διατηρήσει τη δυνατότητα ανάληψης, εκμηδενίζοντας τις οφειλές
του και πληρώνοντας μόνο τα ετήσια έξοδα.
Στα μέτρα του δανειολήπτη
Στα ανοικτά δάνεια, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τραπεζικά προϊόντα, η μηνιαία
δόση δεν είναι δεδομένη. Οι δανειολήπτες επιβαρύνονται με τόκους μόνο για τα
χρήματα που «σήκωσαν» από τον λογαριασμό, ενώ και η οφειλή προς την τράπεζα
υπολογίζεται με βάση το ίδιο ποσό. Για παράδειγμα, ένας δανειολήπτης μπορεί να
έχει λάβει ανοικτό δάνειο 10.000 ευρώ και σε μια δεδομένη στιγμή να έχει
χρησιμοποιήσει τα 6.000 ευρώ. Οι τόκοι και οι δόση θα υπολογιστούν για 6.000
ευρώ, ενώ σε περίπτωση πρόσθετης ανάληψης (π.χ. 2.000 ευρώ) θα γίνει αυτόματη
αναπροσαρμογή για τις συνολικές οφειλές των 8.000 ευρώ.
Χρεωστικές κάρτες
Επιπλέον, οι καταναλωτές που έχουν λάβει ανοικτό προσωπικό δάνειο μπορούν να
αξιοποιήσουν τα χαμηλά επιτόκια και στις καθημερινές τους συναλλαγές,
χρησιμοποιώντας χρεωστικές κάρτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκτούν πρόσβαση σε
«πλαστικό χρήμα», με το οποίο μπορούν να πραγματοποιήσουν ανάληψη μετρητών
αλλά και συναλλαγές που μέχρι πρότινος απαιτούσαν πιστωτική κάρτα,
επιβαρυνόμενοι με χαμηλότερο επιτόκιο. H χρεωστική κάρτα εκδίδεται στις
περισσότερες περιπτώσεις αυτόματα με την έγκριση του ανοικτού δανείου και το
κόστος της συμπεριλαμβάνεται στα ετήσια έξοδα.
Τα «υπέρ» των πιστωτικών
Τρία είναι τα πλεονεκτήματα των πιστωτικών έναντι των ανοικτών καταναλωτικών
δανείων: Το πρώτο είναι η περίοδος χάριτος, από τη στιγμή πραγματοποίησης
κάποιας αγοράς με πιστωτική κάρτα, μέχρι και την ημερομηνία που τα χρήματα
επιβαρύνονται με τόκους. H διάρκεια της περιόδου χάριτος ανέρχεται σε περίπου
35 ημέρες, όμως δεν ισχύει για την ανάληψη μετρητών τα οποία τοκίζονται άμεσα.
Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι οι άτοκες δόσεις που προσφέρουν πολλές εταιρείες
για αγορές μέσω πιστωτικής κάρτας και που φτάνουν σε χρονική διάρκεια τους έξι
ή τους δώδεκα μήνες. Τέλος, αρκετά είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που
επιβραβεύουν τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών με δώρα ή επιστροφή χρημάτων,
ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ανοικτά καταναλωτικά δάνεια.
Πότε συμφέρει η επιλογή ανοικτού δανείου έναντι πιστωτικής κάρτας;
H επιλογή μεταξύ των δύο θα πρέπει να γίνεται με βάση την αξιολόγηση των
προσωπικών αναγκών και των δυνατοτήτων του πελάτη. Το ανοικτό δάνειο αποτελεί
προϊόν αιχμής, επειδή δεν είναι ακριβώς δάνειο αλλά περισσότερο η διαθέσιμη
δυνατότητα ενός καταναλωτή να μπορεί να κάνει ανάληψη ακόμα και όταν δεν έχει
λεφτά στον λογαριασμό του. Με άλλα λόγια, ένα διαθέσιμο πιστωτικό όριο το
οποίο οι πελάτες προτιμούν ολοένα και περισσότερο, επειδή είναι χαμηλότοκο και
έχει συνδεθεί με όλα τα ATM.
Το ανοικτό δάνειο στην πραγματικότητα έχει τη διαπραγματευτική δύναμη και την
ευκολία των μετρητών, μέσω των καρτών αναλήψεων, καθώς και χαμηλότερο επιτόκιο
από την κάρτα. Ο καταναλωτής αποπληρώνει το δάνειο με μια ελάχιστη μηνιαία
καταβολή, που αποτελεί το 2,5% του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού, ενώ – όπως και
στις κάρτες – ο πελάτης πληρώνει τόκο μόνο για το ποσό που χρωστά κάθε φορά.
Από την άλλη, η πιστωτική κάρτα είναι ένα μέσo που αντικαθιστά την πληρωμή με
μετρητά στις καθημερινές συναλλαγές, συνήθως μικρής αξίας. Προσφέρει τη
δυνατότητα αποπληρωμής μέσω προγραμμάτων άτοκων δόσεων, συμμετοχή σε
κληρώσεις, επιστροφή ποσού ή ποσοστού επί των αγορών και είναι συνυφασμένη με
τα διεθνή σήματα της Mastercard και Visa. Ως εκ τούτου είναι αποδεκτή παντού
και μόνο γι’ αυτό αποκτά ιδιαίτερη δύναμη στο πορτοφόλι μας.
Οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η πιστωτική κάρτα και το ανοικτό
δάνειο είναι προϊόντα με διαφορετική χρησιμότητα. Το ένα δεν αντιστρατεύεται
το άλλο, απλώς λειτουργούν συμπληρωματικά στην τσέπη τους.
Και τα δύο προϊόντα αποτελούν χρήσιμα «εργαλεία» που πρέπει να υπάρχουν στο
πορτοφόλι του καταναλωτή, καλύπτοντας συγκεκριμένες ανάγκες με βάση τα
πλεονεκτήματά τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με
μέτρο και λογική, ώστε να διευκολύνουν πραγματικά τον οικονομικό
προγραμματισμό κάθε νοικοκυριού.