Ο Πέτρος Φιλιππίδης με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στον «Επιθεωρητή» που παίζεται

στο θέατρο «Πόρτα»

Αυτός ο μισός και πάνω αιώνας δεν στάθηκε ικανός να αλλάξει πολλά από την

κοινωνική δομή μιας απέραντης χώρας, που ζει και κινείται με αργούς

ανατολίτικους ρυθμούς. Έτσι και ο Γκόγκολ και ο Τσέχωφ κρίνουν, σχολιάζουν και

ειρωνεύονται περίπου την ίδια κοινωνική ηθική και τους ίδιους κώδικες

συμπεριφοράς. Και οι δύο ανατέμνουν μια κοινωνία που ζει από την αγροτική

παραγωγή και οι περιουσίες είναι χωράφια και μικρές οικιακές βιοτεχνίες, ενώ

κυριαρχούν οι υπάλληλοι. Ακόμη δεν έχει δημιουργηθεί αυτό που στην Ευρώπη

ονομάστηκε αστική τάξη και ηθική. Και οι δύο, για να αποκαλύψουν τα αδιέξοδα,

τις δυσλειτουργίες και τη φαυλότητα της κοινωνίας της εποχής τους

χρησιμοποιούν το δημοφιλές στη χώρα τους εύρημα του καταλύτη. Στον

«Επιθεωρητή», όπως πρόσφατα ανέλυσα, ένας ρατές, ένας απατεώνας, εκλαμβάνεται

για ανώτερος ελεγκτικός υπάλληλος από τους φαύλους διαχειριστές της δημόσιας

περιουσίας επαρχιώτες μεγαλοϋπαλλήλους, ώστε εκμεταλλευόμενος τις μεθόδους

εξαγοράς και δωροδοκίας που χρησιμοποιούν αποκαλύπτει όλη τη σαθρότητα του

συστήματος, την υποκρισία, τη σεμνοτυφία, αλλά και τη λαγνεία, τη φιλοδοξία,

τη ματαιοδοξία και την κεκαλυμμένη συζυγική πορνεία.

Ο Τσέχωφ χρησιμοποιεί το ίδιο σχεδόν τέχνασμα. Σε μια μικρή επαρχιακή

πόλη, όπου βασιλεύει η πλήξη, οι αργοί ρυθμοί, αλλά και η εργατικότητα ως

αντίδοτο στην υπαρξιακή ραστώνη, επελαύνει ένας ψευτοδιανοούμενος, ένας

πνευματικός ρατές, μια νούλα, ο οποίος στο παρελθόν είχε πείσει τους

ανενημέρωτους και φανατικούς για γράμματα επαρχιώτες για τη μοναδικότητα του

πνεύματός του. Ενός άλλου ποιού, αλλά της αυτής αποτελεσματικότητας καταλύτης.

Μαζί με την πανέμορφη, νεώτερη γυναίκα του, τούς διαλύει τη μικρή, κλειστή

κοινωνία, δημιουργεί πάθη, ζηλοτυπίες, οργή, απέχθεια για την κουλτούρα και

μίσος για τον έρωτα. Όταν θα φύγει, θα αφήσει πίσω του ανεκπλήρωτους πόθους,

αηδία και εγκαρτέρηση, μαζί με μια προσδοκία για μια σωτηρία στη μετά θάνατον

ζωή!!

Ο «Επιθεωρητής», έργο με καριέρα, στον τόπο μας μπορεί να παιχτεί ως

ηθογραφία, ως σάτιρα και ως φάρσα. Ο Πέτρος Φιλιππίδης στην πρώτη αξιώσεων

σκηνοθεσία του, σε έργο κλασικό, προτίμησε τον ρυθμό της φάρσας, τονίζοντας

τους χαρακτήρες ως καρικατούρες. Αυτό το είδος όμως θεάτρου δεν είναι ασύδοτο

και όταν ακόμη οι χαρισματικοί κωμικοί καταφεύγουν στον αυτοσχεδιασμό.

Ιδιαίτερα η φάρσα, επειδή σχεδόν αδιαφορεί για τη ρεαλιστική αλήθεια και

παραβλέπει, κι όταν υπάρχουν, τους χαρακτήρες και τα ήθη τους, θέτει όρια που

τα ορίζει ο ρυθμός. H φάρσα υπακούει σ’ έναν αδιόρατο μετρονόμο που κατανέμει

τον υποκριτικό χρόνο με ρέγουλα. Ο Φιλιππίδης άφησε τους ηθοποιούς του

ελεύθερους να αυτοσχεδιάσουν και πρώτο και καλύτερο τον εαυτό του. Είναι

χαρισματικός κωμικός, μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού όσο εκείνος

θέλει να παίξει μαζί του! Αλλά αυτό, όταν το κείμενο είναι χωρίς ιδιαίτερες

αξιώσεις. Αλλά ο Γκόγκολ, με το πρόσχημα πιθανόν μιας φαρσικής κατάστασης,

έγραψε μια ιδιοφυή κωμωδία ηθών βασισμένη σε υπέροχους τύπους! Θα έλεγα,

δηλαδή, πως έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα μεικτό είδος, ρυθμός φάρσας, δομή

κωμωδίας χαρακτήρων, σκοπός αποκάλυψη ηθών.

H παράσταση στο θέατρο «Πόρτα» είναι υφολογικά άνιση, αλλά είναι

διασκεδαστική, ιδιαίτερα όταν ο Φιλιππίδης αυτοσχεδιάζει κατά τον εκπλήττοντα

τρόπο της κλιμακωτής κωμικότητας. Ανεβαίνει συνεχώς σκαλοπάτι ευρήματος και

παρασύρει τον θεατή σε μιαν αύξουσα ευφορία που διανύει μια ανοδική πορεία από

το χαμόγελο στο ξεκαρδιστικό απελευθερωμένο ασυγκράτητο γέλιο. Όμως σ’ αυτές

τις στιγμές της υποκριτικής δεξιοτεχνίας το ζητούμενο, η αποκάλυψη της

επαρχιακής φαυλότητας και υποκρισίας και διαφθοράς, υποβαθμίζεται. Όταν ο

δολοφόνος σπαρταρά στο γέλιο, ποιος προσέχει το πτώμα;

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, που χρόνια αναλώθηκε στην επιθεώρηση και στη

φάρσα, αλλά, ανεξαρτήτως ποιότητας, επέλεξε την κωμωδία ηθών στην τηλεόραση,

είναι πια μετρημένος, χωρίς φλυαρία και κωμικά τρικ. Μπροστά όμως στον σίφουνα

του Φιλιππίδη, ενώ αυτός είναι το απαραίτητο μέτρο, φαίνεται λίγος. Από τους

υπολοίπους της διανομής ξεχωρίζει ο Γαλίτης για το μέτρο του, ο Μπιμπίλας και

ο Στράτος Χρήστου για τη συγκρατημένη καρικατούρα τους και κυρίως ο Παλατζίδης

για τη λιτότητά του. H πείρα του Δεγαΐτη και η «τρέλα» του Φλωκατούλα

διασώζουν ικανή γκογκολική ουσία.

H Καλλέργη υπερβολική και η Ψαροπούλου άπειρη. Στρωτή η μετάφραση και υπέροχα

τα κοστούμια του Μετζικώφ. Αντίθετα, «φτιαχτά» τα σκηνικά της Κυριακίδου.

Ο «Θείος Βάνιας» χωρίς… εξυπνάδες

Ο Γιάννης Μπέζος στον ρόλο του «Θείου Βάνια» που παίζεται στο θέατρο «Προσκήνιο»

Στο θέατρο «Προσκήνιο» ο Μπέζος σκηνοθέτησε με σεμνότητα και μέτρο, χωρίς

εξυπνάδες, τον «Θείο Βάνια». Είχε βέβαια στη διάθεσή του την έξοχη μετάφραση

της Προκοπάκη και ένα ευρηματικό πράγματι σκηνικό της Νάθενα μαζί με τα

κοστούμια της, έργα γούστου και θεατρικότητας. Ο Παπαδημητρίου αποδεικνύει

κάθε φορά πόσο γνωρίζει τη σκηνική μουσική. Υπογραμμίζει χωρίς να στονάρει τις

συναισθηματικές καταστάσεις.

Οι φωτισμοί του Κουτσαφτή, χωρίς εντυπωσιασμούς, τεχνηέντως αυτονόητοι,

χωρίς συναισθηματικές αιχμές.

Ο ίδιος ο Μπέζος (Βάνιας), χωρίς να είναι ο ρόλος κοντά στην υποκριτική του

ιδιοσυγκρασία, είχε μέτρο και λιτές λύσεις ακόμη και στα περίπλοκα διλήμματα

του ήρωα. Ο Σιακάρας (Άστρωφ) αναδεικνύεται ηθοποιός ουσίας χωρίς τεχνάσματα

και υπερβολές. Ο Μουστάκης, υπερβολικός, έφτιαξε μια καρικατούρα του καθηγητή

που θα δικαιολογιόταν αν είχε άλλο ύφος η όλη σκηνοθεσία. H Σούλα Αθανασιάδου,

όπως πάντα, καίρια, ουσιαστική και μετρημένη (Μαρίνα).

Ο Ψυχογιός έξοχος Τελιέγκιν, είχε μια λαϊκότητα χωρίς να καταφύγει σε

καμώματα και ηθογραφήσεις γραφικές.

H Μπασλή έπαιξε τη Βασίλεβνα με σοβαρότητα, όπως ταιριάζει στον ρόλο. Δεν

είναι κωμικό πρόσωπο. Κωμικά είναι τα καμώματά της. Άλλο δηλαδή πράγμα.

Ισορρόπησε. H Ναταλία Τσαλίκη (Έλενα) πολύ σωστά δεν τόνισε, όπως γίνεται

συχνά, την καλλονή και την αλαζονεία της όμορφης γυναίκας που αρέσει. Έδωσε

έξοχα τη γυναίκα που πλήττει αφόρητα, ακόμη κι όταν ένας ερωτικός υπαινιγμός

την ερεθίζει.

H Μαρίνα Ψάλτη (Σόνια) τόνισε το πρακτικό κορίτσι, το εργατικό, το

ισορροπημένο κι όχι την προδομένη ενζενί, όπως συχνά ερμηνεύεται. H Σόνια

είναι ένα υγιές χωριατοκόριτσο πριν απ’ όλα που βλέπει τον έρωτα και τον γάμο

ως φυσικό αίτημα και κοινωνικό καθήκον.

INFO

Ο «Επιθεωρητής» του Ν. Γκόγκολ στο θέατρο «Πόρτα» (Μεσογείων 59. Τηλ.

210.7711333 και 210.7780518

«Ο θείος Βάνιας» του Α. Τσέχωφ στο θέατρο «Προσκήνιο» (Καπνοκοπτηρίου 8,

Στουρνάρη. Τηλ. 210. 8252242 – 3)