Εύχομαι τα μέγιστα των ταμείων και τα καλύτερα από τις εντυπώσεις των θεατών.

Όμως η «Πολίτικη κουζίνα» αρχίζει ως… Βέφα, προχωράει ως φολκλόρ και στο

τέλος προσαράζει στα ύφαλα του μελό. Στη θέση του (σκηνοθέτη) Τάσου Μπουλμέτη

θα ευγνωμονούσα και θα άναβα λαμπάδες στο μπόι τεσσάρων… αγίων: Της Village

(παραγωγή), της Ευανθίας Ρεμπούτσικα (μουσική, ιδιαιτέρως δε του ερωτικού

μοτίβου), του Τάσου Μπαντή (παππούς) και της Τουρκάλας «θεάς» Μπασάκ

Κοκλούκαγια. Τόσο καθαρό βλέμμα και τέτοιος αέρας ρομαντικής ομορφιάς δεν

υπήρξαν τα τελευταία χρόνια, ούτε υπάρχουν στο ελληνικό σινεμά.

Επί της ουσίας τώρα. Δηλαδή της ιστορίας και του σεναρίου. Επιστήμων

της Αστροφυσικής επιστρέφει στην Πόλη των παιδικών του χρόνων. Δηλαδή κουζίνα,

συγγενείς, παππούς, Τούρκοι. Με κατάληξη την αναγκαστική φυγή και την δήμευση

των περιουσιών τους. Ωραία. Επομένως έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη

περιπέτεια. Και επομένως τα στοιχειώδη μιας τέτοιας ανθρώπινης περιπέτειας

είναι δύο: Ήρωας και ιστορία. Ποιος είναι όμως ο άξονας και πού εστιάζεται το

κέντρο βάρους; Στην γευσιγνωσία; Τότε να γίνει διαφημιστικό βιντεοκλίπ της

Βέφα. Στο φολκλόρ; Τότε να γίνει διακοσμητικό στοιχείο της Ένωσης

Κωνσταντινουπολιτών. Στο μελό; Μα προκύπτει στο φινάλε. Πάμε παρακάτω. Στη

διαχείριση του σεναρίου από την σκηνοθεσία. Τι είναι η ταινία; Μαγειρική; Και

ναι και όχι. Κομεντί; Και ναι και όχι. Ρομάντζο; Και ναι και όχι. Όλα κάπως

σαν ποικιλία. Καβουράκι, σουπιά, πατατοσαλάτα, κεφτεδάκια, φάβα και ολίγη

τυροκαφτερή.

Πάμε τώρα στα πρόσωπα και τις ερμηνείες. Ποιος είναι πρωταγωνιστής; Ο

Χωραφάς; Μα είναι αφηγητής. Ο παππούς; Μα χάνεται στη μέση της ταινίας. H

Κοκλούκαγια; Μα εμφανίζεται στα τελευταία είκοσι λεπτά της ιστορίας. Εν

ολίγοις, η αρχιτεκτονική, η δομή και τα θεμέλια πάσχουν από τις ίδιες

ασθένειες που ταλανίζουν ολόκληρο το ελληνικό σινεμά. Έλλειψη ομοιογένειας,

χαρακτήρα, ύφους, στυλ και βάθους. Ο Μπουλμέτης είχε μια πιασάρικη ιδέα. Όχι

δική του, αλλά δανεική από το «Πέπερμιντ» και την υπόλοιπη ευρωπαϊκή,

κινηματογραφική, εμπειρία. Νοσταλγία με φόντο την λουκούλλεια γευσιγνωσία. H

μνήμη να ερεθίζεται από γεύσεις και μυρουδιές και να μορφοποιείται σε πρόσωπα

και γεγονότα. Ωραία. Τι κάνουμε; Απλό. Υφαίνουμε μια ιστορία (μια συγκεκριμένη

ιστορία) με φόντο την «κουζίνα». Αυτό το στοιχειώδες και απλοϊκό έμεινε ιδέα

και αίνιγμα άλυτο και κρυφό.

«Πολίτικη κουζίνα». Δεν φταίει ο (εικονιζόμενος) Γ. Χωραφάς, αλλά ο

σκηνοθέτης. Εκ της ερμηνευτικής αναμετρήσεως, θριαμβεύει η Τουρκία (Μπασάκ Κοκλούκαγια)

Έτσι την πρώτη μισή ώρα το δευτερεύον (η κουζίνα) γίνεται πρωτεύον

(ηρωίδα!). Πρώτο λάθος. Αποτέλεσμα; Μπουκώνεις. Διότι την δεύτερη μισή ώρα ένα

δεύτερο πρόσωπο (ο παππούς) γίνεται πρώτο. Έτερο λάθος. Αποτέλεσμα; Να ρωτάς:

Μα επιτέλους ποιος είναι ο… σεφ της κουζίνας; Αλλά και διότι την τρίτη και

τελευταία μισή ώρα οι ήρωες μετακινούνται από το τηγάνι στο μελό. Αποτέλεσμα;

Τρεις συνταγές στην ίδια κατσαρόλα!

Έτσι τα πρόσωπα γίνονται καρικατούρες, οι χαρακτήρες φιγούρες και ο Χωραφάς

ξεναγός. Τι μένει; Το αλατοπίπερο της Βέφα. Δηλαδή: H παραγωγή ευρωπαϊκών

προδιαγραφών. Έτσι το γιαουρτλού τοποθετείται σε πορσελάνη με χρυσά σερβίτσια.

Το μουσικό μοτίβο – για να καλύψει την σκηνοθετική τρύπα – επαναλαμβάνεται και

δυναμώνει στη διαπασών και η ιδεολογία, μιας υποτιθέμενης μισοκαταραμένης

περιπέτειας, σερβίρεται political correct. Βυζάντιο, Αυτοκρατορία, Εκκλησία,

ελληνορθόδοξη κυριαρχία! Ευτυχώς όμως. Εκεί όπου όλα καθοδεύουν προς την πλήξη

και την αδιαφορία βγαίνει ο άσος του ρομάντζου από το μανίκι. Τα είκοσι

τελευταία πιο κρίσιμα λεπτά, με την εμφάνιση της Μπασάκ Κοκλούκαγια και με την

είσοδο μιας ξεχασμένης από τον σκηνοθέτη ερωτικής ιστορίας, βγαίνουν μαντίλια

και «κόβονται» εισιτήρια. Πονηρός ο Τασο… Οδυσσέας. Γιατί όπως έλεγε ο

Παναγούλιας, η απόσταση μεταξύ πανωλεθρίας και θριάμβου είναι δυσδιάκριτη για

την ελληνική ομάδα. Έτσι και ο Μπουλμέτης. Παίρνει φόρα, βουτάει από την

Ακρόπολη και ω του θαύματος πέφτει στα πούπουλα της επιτυχίας. Και εις

ανώτερα!


Οι γενναίοι της ανυπαρξίας

Θα μου πεις – και με το δίκιο σου – όλα μα όλα είναι σχετικά. Για τον εξής

απλό λόγο. «Πολίτικη κουζίνα»-«Γενναίοι της Σαμοθράκης»=10-0!

Ο λόγος της συγκρίσεως είναι αυτονόητος και απλός. Τάσος Μπουλμέτης (της

κουζίνας) και Σταμάτης Τσαρουχάς (της Σαμοθράκης) είναι της ίδιας «ελληνικής

σχολής». Με τις εξής διαφορές. Ο πρώτος εξέρχεται με την παραγωγή της Village,

με το θεϊκό βλέμμα της Μπασάκ, με την μουσική της Ρεμπούτσικα και με τα πιάτα

της Πόλης. Είχε τους πολύ σοβαρούς λόγους του και δικαιολογημένα… βγήκε. Ο

δεύτερος με τι βγαίνει; Ακούστε. Με καμιά δεκαριά χαβαλετζήδες, με στολές

εκστρατείας, με φασολάδα, καφενεία και πρέφα. Υποτίθεται πως όλοι διάγουν τις

τελευταίες ημέρες της χούντας, υποτίθεται πως ο λόχος είναι απομονωμένος στη

Σαμοθράκη για να αποκρούσει τουρκική εισβολή και υποτίθεται πως είναι

αντιστασιακή κωμωδία. Υποτίθεται. Για να καταλάβετε – και το λέω επειδή έχω

ακούσει τόσα και τόσα ονειρικά για την Σαμοθράκη – ούτε ντοκιμαντέρ είναι.

Περίπου «πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια παιδί μου».


«Γενναίοι της Σαμοθράκης». Χάσαμε ταινία, στοπ

H ερώτηση δεν αποστέλλεται στον συμπαθέστατο «αυτόχειρα», αλλά στον

συμπαραγωγό με την ονομασία «Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου». Ας πούμε είσαι

πρόεδρός του. Ας πούμε διαβάζεις το σενάριο των «γενναίων» Και ας πούμε ότι η

γνώμη σου βαραίνει. Όχι την τσέπη σου, αλλά την τσέπη του Δημοσίου. Τι έχεις

στο νου σου παιδί μου να κάνεις (ρωτάς). Τους «Γενναίους του Μπρακαλεόνε»;

Τουλάχιστον και στοιχειωδώς αντέγραψέ τους. Το «Να φαντάρος να μάλαμα»;

Τουλάχιστον βρες το τρίτο ελληνικό υποκατάστατο ενός Τζέρι Λούις. Το φλιπσάιντ

της «Λούφας και παραλλαγής»; Τότε πάρε τον Περάκη να σε βοηθήσει. Τίποτα απ’

όλα αυτά; Τότε και τίποτα από λεφτά.

Τι θέλω να πω; Ο ορισμός μιας ταινίας είναι το άθροισμα (δεν λέω η σύνθεση

γιατί είναι γράμματα ψιλά) των εξής παραγόντων: φωτογραφία, χώροι, ηθοποιοί,

κομπάρσοι, διάλογος, ιστορία. E, λοιπόν μου συνέβη το εξής. Επί 85 λεπτά της

ώρας δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έβλεπα. Άσκηση πρωτοετούς ελληνικής σχολής;

Ρεπεράζ; Αμόρσες από την «Λούφα και παραλλαγή»; Με απλά λόγια. Μήτε

φωτογραφία, μήτε χώροι, μήτε χαρακτήρες, μήτε ιστορία, μήτε πρωταγωνιστές,

μήτε ντεκόρ, μήτε τίποτα. Ούτε καν ένα ανέκδοτο. E, αυτό είναι το ακατόρθωτο.

Με πέντε φίλους της ίδιας παλιοσειράς να κάτσεις, πέντε χαβαλοαστειάκια θα

εισπράξεις. Φεύγοντας θυμήθηκα τα γενναιόδωρα λόγια του υπουργού Πολιτισμού.

Και για να διασκεδάσω την μελαγχολία μου σκάρωσα με την φαντασία μου το εξής:

Σκέψου λέει να τον «συλλαμβάνανε» και για τιμωρία να τον εξαναγκάζανε επί μία

εβδομάδα και δις ημερησίως να βλέπει «Γενναίους Σαμοθράκης»!


Μίνι ληστεία, mini cooper, μίνι ταινία

Κι ερχόμαστε στο αμερικανο-ψυχαγωγικό μέρος του εορταστικού πενθημέρου. Με τον

ιστορικό τίτλο (λόγω ενδόξου παρελθόντος και ένδοξης αγγλικής περιπέτειας του

μακαρίτη Πίτερ Κόλινσον του 1969) «The Italian job», δηλαδή «Ληστεία α λα

ιταλικά»!

Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στην έκφρασή μου. Μπήκα με χαμόγελα αισιοδοξίας,

βγήκα με ψαλιδισμένα τα φτερά. Διότι η πρώτη «ληστεία» (αυτή του 1969) διέθετε

τα εξής χαρακτηριστικά: ομοιογένεια, κοσμοπολίτικο περιβάλλον και Μάικλ Κέιν.

Ο στόχος ήταν ένας: Να γίνει μια απλή, ψυχαγωγική περιπέτεια. Όπου νικητής

εξέρχεται το μυαλό και όχι the guns. Διότι στο στόρι συμβαίνει το εξής. Τα

εναπομείναντα μέλη μιας συμμορίας παγιδεύουν τον προδότη (της ίδιας συμμορίας)

που τους έκλεψε τουβλάκια καθαρού χρυσού και αξίας 30 εκατομμυρίων δολαρίων.

Δηλαδή the brains όχι τα όπλα!


«Ληστεία α λα ιταλικά». Ούτε κρύο ούτε ζέστη

Στο ριμέικ του μέτριου – για να μην πω ασήμαντου – Φ. Γκάρι Γκρέι, όλοι και

όλα περιφέρονται και αλληλοεκμηδενίζονται σαν σε πίστα με συγκρουόμενα

αυτοκινητάκια! Εκεί που επί πέντε λεπτά μασουλάς ποπ κορν, πέφτεις σε

πεντάλεπτο κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Κι εκεί όπου για πέντε λεπτά απολαμβάνεις

το κόλπο, πέφτεις πάνω σε ρεπλίκα φιλμ νουάρ του Ζαν Πιέρ Μελβίλ. Από το ένα

στο άλλο. Έτσι στα κουτουρού. Μα τόσο δύσκολο είναι να συναρμολογήσει, ένας

επαγγελματίας του Χόλιγουντ, μια απλή περιπέτεια ληστείας; Τόσο. Φανταστείτε

πως τα τελευταία χρόνια με την εξαίρεση της «Συμμορίας των 11» ουδείς άλλος τα

κατάφερε τόσο στρωτά και τόσο καλά.

Το αποτέλεσμα λάμπει από μόνο του. Από την ιστορία ξεχωρίζουν οι κόντρες και

οι ραλίστικες επιδόσεις πουσαρισμένων mini που τρέχουν με την ιπποδύναμη μιας

Ferrari στην φόρμουλα 1, μερικά ταχύπλοα που διασχίζουν τα κανάλια της

Βενετίας και (από το ανθρώπινο «τοπίο») τα χυμώδη κάλλη της Σαρλίζ Θέρον

προκαλούν πανικό στο βλέμμα των αρσενικών πιστών. Αλλά τι να κάνεις; Στο τέλος

θα το «καταπιείς» και θα πεις κι ένα τραγούδι. Διότι από το ολότελα καλή και η

Παναγιώταινα!


Ένας Αδάμ, τρεις… Εύες

Έχει διαπιστωθεί εκατοντάδες φορές. Ο πήχυς έχει γκρεμιστεί, με αποτέλεσμα το

τόσα να εκλαμβάνονται σε τόσοοοοο! Απόδειξη; «Young Adam» (Ο νεαρός Αδάμ) του

Σκωτσέζου Ντέιβιντ Μακένζι!

Στα πρώτα σαράντα λεπτά δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Απλώς, ο Γιούαν

ΜακΓκρέγκορ μαζί με Πίτερ Μάλαν και Τίλντα Σουίντον – επιβαίνοντες σε μαούνα

που μεταφέρει καρβουνόσκονη – διασχίζουν τα ποταμίσια νερά της πόλης και

«ψαρεύουν» το πτώμα μιας ημίγυμνης γυναίκας (Έμιλι Μόρτιμερ). Στο δεύτερο

μέρος, ο σκηνοθέτης σπιντάρει την ταχύτητα και λαμβάνουν χώρα τα εξής: Ο

ΜακΓκρέγκορ «κοιμάται» με 3… Εύες. Την Σουίντον, την Μορτίμερ (στα φλας

μπακ) και την αδελφή της Σουίντον. Ενδιαμέσως, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια,

αδειάζει μια σακούλα καπνό για στριφτό τσιγάρο. Ποιο είναι το πρόβλημα;

Απλούστατα, ο ΜακΓκρέγκορ κατά λάθος σπρώχνει στο ποτάμι τη… νεκρή. Έτσι η

μεν νεκρή πνίγεται στο ποτάμι, ο δε Καζανόβας από τις τύψεις του. Με το εξής

δίλημμα: Να πάει στο δικαστήριο και να δηλώσει την ενοχή του ή να στείλει έναν

αθώο υδραυλικό (το αμόρε της Μόρτιμερ) στην κρεμάλα; Αποτέλεσμα; Εξαιρετική

φωτογραφία, μέτρια μουσική Ντέιβιντ Μπερν και στρωτή σκηνοθεσία. Δηλαδή, ούτε

ζέστη ούτε κρύο!


Και δύο ιστορίες για το νηπιαγωγείο

Το επταήμερο του εθνικοπατριωτικού «Όχι» και της μαγειρικής ολοκληρώνεται με

δύο ιστορίες νηπιαγωγείου.

«Σεβάχ: θρύλος των επτά θαλασσών» (Sinbad: The Legent of the seven seas)

Κινούμενα σχέδια της Dreamworks του Σπίλμπεργκ με σκηνοθέτες τους Τιμ Τζόνσον

και Πάτρικ Γκίλμορ. Συμβατικό… Μίκι Μάους με παλιομοδίτικο σκίτσο και με

ελάχιστη πρωτοτυπία. Ό,τι πρέπει να το βλέπει ο μπόμπιρας στο σπίτι για να μ’

αφήνει ήσυχο στον ύπνο.


«Τρισδιάστατοι κατάσκοποι: Game over» (Spy kids 3D: Game over).

Μηχανοκίνητο βιντεογκέιμ του Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ. Με Αντόνιο Μπαντέρας, Κάρλα

Γκουτζίνο, Σιλβέστερ Σταλόνε και guest stars τους Τζορτζ Κλούνι, Σάλμα Χάγιεκ,

Μπιλ Πάξτον, Στιβ Μπουσέμι. Με τόσο θόρυβο, τόση βαβούρα, τόσα σιδερικά και

χάρτινα αεροπλανικά κόλπα, δεν στέλνω ούτε το παιδί του εχθρού μου. Σε πιάνει

πονοκέφαλος στην πρώτη μισή ώρα.



Ο βιολιστής της Κίνας

Εβδομάδα μαγειρικής. Ακόμα και από την Κίνα. Ακόμα και από τον Τσεν Κάιγκε.

Μετά τον θρίαμβο της «Παλλακίδας» ακόμα να συνέλθει οριστικώς και να

θεραπευτεί!

H μαγειρική συνταγή του «Together» (μαζί) συνίσταται στην εξής δοσολογία: «Ο

Σολίστας»-«Επιστροφή στο σπίτι»-εθνικοπατριωτική αλληγορία. Δηλαδή από την

συγκινητική περιπέτεια ενός παιδιού-θαύματος στο political correct.

Συγκεκριμένα: Δεκάχρονος και μέγιστο… αυτοφυές ταλέντο στο βιολί (ορφανός

από μάνα με αγροτο-αγράμματο πατέρα) καταφθάνει στο Πεκίνο για να βρει την

τύχη του. Τουτέστιν να προπονηθεί από τον καλύτερο καθηγητή βιολιού, να πάρει

μέρος και να κερδίσει τον πρώτο λαχνό σε διαγωνισμό νέων ταλέντων και φυσικά

να ανταμειφθεί με δόξα και με πλούτη.


«Together». Τρεις μεγάλοι περιμένουν τον θρίαμβο ενός μικρού-βιολιστή-σολίστα

Στη θέση του ο (πολύ καλύτερός του) Ζανγκ Γίμου θα επέλεγε την μέθοδο της

λιτότητας και της αφαίρεσης. Ο Κάιγκε αποφάσισε να τα πει όλα. Και είχε τους

λόγους του. Δέστε το από την πλαγία οδό της πολιτικής. Το παιδί είναι «τέκνο»

της πολιτικής ορφάνιας (Μάο) και της σημερινής σύγχυσης. Ο πατέρας του είναι

σύμβολο της αθάνατης κινεζικής αγροτικής μηχανής. H καλοπροαίρετη πόρνη είναι

εκπρόσωπος του σοσιαλ-καπιταλισμού. Και ο καθηγητής είναι διχασμένος μεταξύ

της τέχνης και του κέρδους. Το επιμύθιο είναι ολίγον αόρατο αλλά εντελώς

πολιτικό. H Κίνα είναι και τα δύο. Και καρδιά και καπιταλισμός. Και αισθήματα

και λεφτά. Και τέχνη και συμφέρον. Και αγροτιά και εμπόριο. Ως εκ τούτου

Together. Μαζί θα πορευτούμε, μαζί θα μεγαλουργήσουμε. Χέρι με χέρι. Ο Μάο με

τον… Μπους!



Τα Oscar της εβδομάδας

Σαλάτας: «Πολίτικη κουζίνα»

Μπακλαβά: H ίδια κουζίνα

Σωτηρίας 1ης: H παραγωγή της… κουζίνας

Σωτηρίας 2ης: H Τουρκάλα Μπασάκ Κοκλούκαγια

Σωτηρίας 3ης: Το μελό μοτίβο της Ευανθίας Ρεμπούτσικα

Αμερικανικής μισής tenias: «Ληστεία α λα Ιταλικά»

Κινεζικής μισής tenias: «Together» (μαζί)

Χάρτινης tenias: «Σεβάχ: ο θρύλος των επτά θαλασσών»

Non tenias: «Οι γενναίοι της Σαμοθράκης»

Βιντεογκέιμ 3 D: «Τρισδιάστατοι κατάσκοποι»